Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα)

Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα)
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 - 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον είναι αυτή η οποία ξεκινά από το 1900 π.Χ., οπότε και κτίστηκαν τα πρώτα ανάκτορα στην Κρήτη, και διαρκεί έως το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ. Σταθμοί αυτής της πορείας, κατά την οποία συντελέστηκε αληθινή κοσμογονία και τέθηκαν τα θεμέλια ενός αξιοθαύμαστου πολιτισμού, είναι: οι προϊστορικοί πολιτισμοί του Αιγαίου, η ανάπτυξη του Κυκλαδικού, Μινωικού και Μυκηναϊκού πολιτισμού και η κάθοδος των Δωριέων, με αφορμή την οποία καταγράφηκαν στην ιστορία οι μεγάλοι αποικισμοί με την αλληλεπίδραση του ελληνικού και του ανατολικού στοιχείου· ακόμη, η δημιουργία των πόλεων-κρατών, στο πλαίσιο των οποίων σημειώθηκε η εκπληκτική εξέλιξη της τέχνης και της επιστήμης, οι Περσικοί πόλεμοι που σφυρηλάτησαν την «εθνική συνείδηση», η ακμή των Αθηνών με το «Χρυσό αιώνα του Περικλέους», ο Πελοποννησιακός πόλεμος με τα χιλιάδες θύματα, που σήμανε και την αρχή της κρίσης στις πόλεις-κράτη, και οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου που επέτρεψαν τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού έως την Ινδία. Παλαιολιθική εποχή Η εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν εργαλεία κατασκευασμένα από πέτρα ονομάζεται Εποχή του Λίθου και χωρίζεται σε τρεις περιόδους: την Παλαιολιθική (600 000 π.Χ. έως 9000/8000 π.Χ.), τη Μεσολιθική (8000-7000) και τη Νεολιθική (για τον ελλαδικό χώρο 7000-3000 π.Χ.). Ένας ανθρώπινος σκελετός που έχει βρεθεί σε σπήλαιο της Χαλκιδικής, στο χωριό Πετράλωνα, καθώς και κάποια εργαλεία μαρτυρούν την ύπαρξη ζωής στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. Το κρανίο ανήκε στον «άνθρωπο του Νεάντερταλ», ο οποίος θεωρείται ότι έζησε στην περιοχή περί το 75 000 π.Χ., δηλαδή κατά την τρίτη μεσοπαγετώδη εποχή, η οποία διήρκεσε έως το 10 000 π.Χ. Η δράση του ανθρώπου του Νεάντερταλ, γενικώς, τοποθετείται από το 120 000 π.Χ. έως το 40 000 π.Χ. κατά προσέγγιση. Οι σημαντικότερες μαρτυρίες που πιστοποιούν την ύπαρξη ζωής στον ελλαδικό χώρο από την εποχή της λιθοτεχνίας Αχελαίου (από τη γαλλική τοποθεσία Σεντ Ασέλ, όπου βρέθηκαν για πρώτη φορά δείγματα αυτής της λιθοτεχνίας) τύπου είναι διάφορα εργαλεία και λείψανα, αλλά δεν μας παρέχουν αρκετές πληροφορίες σχετικά με την καθημερινότητα της εποχής. Οίκημα της εποχής δεν έχει βρεθεί ακόμη· ωστόσο, ήδη από την Κατώτερη Παλαιολιθική εποχή, υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία ανθρώπινης παρουσίας: πρόκειται για ένα λίθινο χειροπέλεκυ που βρέθηκε στο Παλαιόκαστρο της Μακεδονίας, η ηλικία του οποίου δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια· εικάζεται, όμως, ότι μπορεί να χρονολογηθεί σε κάποια περίοδο πριν από 100.000 χρόνια. Χάρη στο ανθρωπολογικό υλικό και σε άλλα ευρήματα –σημαντικότατες αρχαιότερες ενδείξεις–, οι αρχαιολόγοι οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα περί της ύπαρξης πρώιμου παλαιολιθικού οικισμού στη Μακεδονία. Η ανακάλυψη, το 1958, στις όχθες του Πηνειού, εργαλείων και απολιθωμένων καταλοίπων από ζώα –που χρονολογήθηκαν σε εποχή πριν από 100.000 έως 50.000 χρόνια–, ενθάρρυνε την επέκταση των ερευνών και σε άλλες περιοχές. Θεωρείται πλέον βέβαιη η ύπαρξη οικισμού κοντά στη Λάρισα που ανάγεται στη διάρκεια της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής, πριν από 100.000 έως 40.000 χρόνια. Εργαλεία και λείψανα της Μέσης Παλαιολιθικής ανακαλύφθηκαν ακόμη στη Μεγαλόπολη, την Ήπειρο, την κοιλάδα του ποταμού Λούρου, και στο σπήλαιο Σεϊντί Κωπαΐδας· αρκετά από αυτά φιλοξενούνται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Τα σημαντικότερα λείψανα της Ανώτερης (Νεότερης) Παλαιολιθικής εποχής (33000-8000 π.Χ.) βρέθηκαν επίσης στην Ήπειρο, στον ίδιο χώρο με τα προγενέστερα λείψανα. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της λιθοτεχνίας θυμίζει πολιτισμούς της Αν. Ευρώπης, της Ιταλίας και μέρους των Βαλκανίων. Οι άνθρωποι της εποχής εξακολουθούσαν να ζουν σε σπήλαια ενώ διατηρούσαν υπαίθριες θέσεις, πιθανώς ως τόπους συνάντησης πριν ή μετά από το κυνήγι. Στο σπήλαιο της Καστρίτσας υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού κατοικούσαν 25 άνθρωποι. Με τις πρώτες χιονοπτώσεις, εγκατέλειπαν το σπήλαιο και ακολουθούσαν τα ζώα προς χαμηλότερες περιοχές. Έτσι, εικάζεται ότι υπήρχε ένα είδος νομαδικής ζωής για την εξασφάλιση τροφής. Μέσα στα σπήλαια, η ανακάλυψη γλυπτών ή αναγλύφων, ζωγραφιών, μικρών έργων τέχνης και χαραγμάτων μάς παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τις πρώτες ανθρώπινες εκδηλώσεις που δεν σχετίζονται άμεσα με υλικές ανάγκες. Νεολιθική εποχή Η Νεολιθική εποχή αρχίζει για την Ελλάδα κατά την 7η χιλιετία –διήρκεσε από το 7000 έως το 3000 π.Χ. – και οι γνώσεις μας σχετικά με αυτήν βασίζονται κυρίως στις ανασκαφές του αρχαιολόγου Χρήστου Τσούντα και στην ανακάλυψη νεολιθικών οικισμών στο Σέσκλο και το Διμήνι της Θεσσαλίας. Οι μετέπειτα έρευνες σε ολόκληρη την Ελλάδα απέφεραν σημαντικούς καρπούς, με ευρήματα που αφορούν εκατοντάδες νεολιθικούς οικισμούς οι οποίοι, αν και δεν είχαν ακόμη ανασκαφεί, παρείχαν αρκετό πληροφοριακό υλικό για τον πολιτισμό της αντίστοιχης περιόδου. Σύμφωνα με αυτό το υλικό, περί το 6000 π.Χ., οι άνθρωποι άρχισαν να προτιμούν τη μόνιμη εγκατάσταση, ενώ παράλληλα με την αύξηση του πληθυσμού σημειώθηκε η δημιουργία νέων θεσμών, όπως μιας μορφής κεντρικής εξουσίας: αυτό το πιστοποιεί η εύρεση οικίας σε διακεκριμένο μέρος του οικισμού, η οποία πιθανώς ανήκε στον αρχηγό του. Οι άνθρωποι κατασκεύαζαν μικρά σπίτια, με κάποια από αυτά δίχωρα, ίδρυαν μικρές κοινότητες και στη συνέχεια μικρές πόλεις. Παράλληλα, από το κυνήγι και τη συλλογή καρπών στράφηκαν προς την καλλιέργεια της γης (γεωργία) και την εξημέρωση των ζώων (κτηνοτροφία). Οι ανασκαφές αποκάλυψαν την ύπαρξη κάποιων οχυρώσεων, αλλά και την απαρχή εξειδικεύσεων στο χώρο εργασίας, στην κεραμεική, ίσως και στην υφαντική, καθώς επίσης κάποια «άνθηση» του εμπορίου. Με βάση τις ανασκαφές, η Νεολιθική εποχή χωρίζεται σε τρεις περιόδους: την αρχαιότερη, τη μέση και τη νεότερη. Οι απαρχές της Νεολιθικής περιόδου (7000-6000 π.Χ.) ονομάζονται Προκεραμεική Νεολιθική περίοδος, αφού στα κατάλοιπα αυτής της χιλιετίας δεν έχουν βρεθεί ίχνη κεραμεικής. Η Μέση Νεολιθική περίοδος ταυτίζεται με τον «πολιτισμό του Σέσκλου». Οι πληθυσμοί στον ελλαδικό χώρο έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διάρκεια της Νεολιθικής περιόδου στην ευρωπαϊκή ήπειρο, με το νεολιθικό κέντρο στο Σέσκλο και Διμήνι της Θεσσαλίας να θεωρείται το σπουδαιότερο (σχετικά ευρήματα φιλοξενούνται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου). Τα χαρακτηριστικά της περιόδου, αν και δεν διαφοροποιούνται από τα αντίστοιχα σε άλλες περιοχές του κόσμου, περιλαμβάνουν και στοιχεία «αμιγώς» ελλαδικά, όπως αυτά αποτυπώνονται στην κεραμεική, την ειδωλοπλαστική και την αρχιτεκτονική. Η σύνθεσή τους μας παρέχει την εικόνα του αιγαιακού νεολιθικού πολιτισμού, με αλληλεπιδράσεις που φτάνουν έως το Δούναβη. Σημαντικότερες των ανασκαφών θεωρούνται εκείνες στην Ερμιονίδα, στο σπήλαιο Φράγχθι, αφού μέσω αυτών διαπιστώνεται η πολιτιστική συνέχεια από την ύστερη Παλαιολιθική ως τη Νεολιθική εποχή. Με εξαιρετικό ενδιαφέρον αναμένονται οι ανασκαφές και σε άλλες περιοχές, που είναι πιθανό να πιστοποιήσουν την ύπαρξη πολιτισμού στον αιγαιακό χώρο από την Παλαιολιθική εποχή. ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΝΕΟΛΙΘΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Την αρχή της Νεολιθικής εποχής σηματοδοτούν τρία ουσιαστικά επιτεύγματα: η καλλιέργεια της γης, η εξημέρωση των ζώων και η μόνιμη εγκατάσταση του ανθρώπου σε συγκεκριμένους χώρους. Με βάση τα χαρακτηριστικά αυτά, η έναρξη της αρχαιότερης φάσης της Νεολιθικής εποχής, της λεγόμενης Προκεραμεικής περιόδου, στην Ελλάδα χρονολογείται γύρω στο 6800 π.Χ. Στις τρεις φάσεις της Κυρίως Νεολιθικής εποχής (Αρχαιότερη 6400-5700, Μέση 5700-5300, Νεότερη 5300-4300 π.Χ.) αλλά και στην Υπονεολιθική ή Τελική Νεολιθική εποχή (4300-3200 π.Χ.), αναπτύχθηκαν μια σειρά οικισμοί που μαρτυρούν ένα επίπεδο οργάνωσης της κοινοτικής ζωής και των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Κοιτίδα του νεολιθικού πολιτισμού στην Ελλάδα υπήρξε αναμφίβολα η Θεσσαλία, στις πλούσιες πεδιάδες της οποίας ήταν φυσικό να συγκεντρωθούν οι πρώτοι κάτοικοι που προσπάθησαν να δοκιμάσουν να ζήσουν από την καλλιέργεια της γης. Στη Θεσσαλία έχουν βρεθεί περισσότερες από 170 μικρές ή μεγαλύτερες εγκαταστάσεις της Νεολιθικής εποχής. Σπήλαιο Φράγχθι (Αργολίδα) Τα ευρήματα από το σπήλαιο Φράγχθι είναι εξαιρετικά σημαντικά για την Εποχή του Λίθου στην Ελλάδα. Στο σπήλαιο, που έχει μήκος 150 μ. και πλάτος 30 μ. στην είσοδό του, μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της εγκατάστασης στη Μεσολιθική και την Προκεραμεική Νεολιθική περίοδο (φάσεις η ύπαρξη των οποίων στην Ελλάδα αμφισβητούνταν έντονα πριν έρθουν στο φως τα ευρήματα του σπηλαίου). Στο σπήλαιο, κατά τη Μεσολιθική εποχή, κατοικούσαν κυνηγοί. Στα κατάλοιπα της Νεολιθικής εποχής κυριαρχούν τα οστά προβάτων και αιγών, ενώ φαίνεται ότι από τα μέσα της Νεολιθικής οι χοίροι και τα βόδια ήταν οικιακά ζώα: οι κάτοικοι, από κυνηγοί, μετατράπηκαν σε κτηνοτρόφους. Στα πρώιμα νεολιθικά στρώματα έχει βρεθεί οψιδιανός, πέτρωμα που απαντά μόνο στη Μήλο. Το εύρημα αυτό πιστοποιεί κάποιου είδους πρώιμες σχέσεις με τα νησιά των Κυκλάδων. Από την Αρχαιότερη Νεολιθική αρχίζουν να εμφανίζονται και δείγματα κεραμεικής στο σπήλαιο, αγγεία αρχικά ακόσμητα, που αργότερα διακοσμούνται με εγχαράξεις ή ζωγραφικές παραστάσεις. Νέα Νικομήδεια (Μακεδονία) Τα παλαιότερα δείγματα κεραμεικής στη θέση αυτή χρονολογούνται μεταξύ 6500 και 6000 π.Χ. Τα σπίτια είχαν ακανόνιστο σχήμα και κτίζονταν με ξύλινο σκελετό, πάνω στον οποίο προσαρμόζονταν τοίχοι από λάσπη και στέγες από κλαδιά σκεπασμένα με πηλό. Τα σπίτια διέθεταν εστία στο εσωτερικό, ενώ βαθμιαία παρουσιάζονται και βοηθητικά κτίσματα που προσκολλώνται στη βασική οικία. Η οικονομία στηριζόταν στην καλλιέργεια σιταριού και κριθαριού, αλλά και στην αλιεία και την κτηνοτροφία. Ένα από τα κτίσματα του οικισμού της Νέας Νικομήδειας είχε χαρακτηριστεί από τον ανασκαφέα ως ιερό, άποψη που σήμερα αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό, αφού δεν πιστοποιούνται ενδείξεις λατρευτικής δραστηριότητας και μάλιστα με κοινοτικό –και όχι οικιακό– χαρακτήρα. Σέσκλο (θεσσαλία) Η κατοίκηση στο Σέσκλο βεβαιώνεται ήδη από την Προκεραμεική περίοδο: αβαθή ορύγματα ακανόνιστου σχήματος, οπές για ξύλινα δοκάρια, δάπεδα από πηλό ή στρωμένα με χαλίκια και εστίες πιστοποιούν την ύπαρξη ενός συνοικισμού από πρόχειρες καλύβες. Βρέθηκαν επίσης σχηματοποιημένα πήλινα ειδώλια, που πιθανόν χρονολογούνται στη μετάβαση από την Προκεραμεική στην Αρχαιότερη Νεολιθική. Η μετάβαση αυτή σηματοδοτείται επίσης από ακόσμητα αγγεία, της λεγόμενης μονόχρωμης κεραμεικής, που δείχνουν να μιμούνται πρότυπα ξυλοτεχνίας, υφαντικής ή καλαθοπλεκτικής. Σε αυτή την περίοδο φαίνεται ότι το Σέσκλο αποτελεί εκτεταμένο οικισμό. Η σημαντικότερη φάση του οικισμού, όμως, τοποθετείται στη Μέση Νεολιθική περίοδο, η οποία πολλές φορές αναφέρεται και ως «πολιτισμός του Σέσκλου». Ο οικισμός της Μέσης Νεολιθικής περιόδου εκτείνεται σε εμβαδόν 70-100 στρεμμάτων και φαίνεται ότι είναι πολεοδομικά οργανωμένος. Ο πληθυσμός ανερχόταν σε λίγες χιλιάδες κατοίκους. Ο οικισμός περικλείεται από περίβολο, που είχε είτε αμυντικό χαρακτήρα (τείχη) είτε κτίστηκε ως αναλήμματα για να προστατεύει τον οικισμό από την υποχώρηση του εδάφους. Τα σπίτια έχουν τυποποιημένες κατόψεις. Οι τοίχοι των σπιτιών υψώνονται πάνω σε κρηπίδες από λίθους, που προστατεύουν τα ευτελή υλικά των τοίχων από την υγρασία του εδάφους. Εμφανίζονται κονιάματα, ξύλινοι κίονες σε ανοιχτές στοές, εσωτερικές αντηρίδες στα σπίτια και άλλα χαρακτηριστικά που καταδεικνύουν την εξέλιξη της οικοδομικής. Πιστοποιείται η ύπαρξη εξειδικευμένων τεχνιτών που παρήγαν προϊόντα προορισμένα για ανταλλαγή. Παρότι δεν πιστοποιείται η ύπαρξη μιας κεντρικής εξουσίας, την περίοδο εκείνη φαίνεται ότι υπήρχε κάποια κεντρική οργάνωση της ζωής της κοινότητας. Η ακρόπολη του Σέσκλου καταστράφηκε ολοκληρωτικά, πιθανόν από πυρκαγιά, στο τέλος της Μέσης Νεολιθικής περιόδου Έμεινε ακατοίκητη για μισό αιώνα περίπου και ξανακατοικήθηκε στην επόμενη περίοδο, τη Νεότερη Νεολιθική. Διμήνι (θεσσαλία) Όταν ο χώρος του Διμηνιού κατοικήθηκε για πρώτη φορά στις αρχές της 5η χιλιετίας (4800 π.Χ.), η ακτογραμμή βρισκόταν πολύ πιο κοντά στον οικισμό απ’ ό,τι σήμερα. Η ανασκαφή του οικισμού έφερε στο φως στοιχεία τόσο σημαντικά για τη Νεότερη Νεολιθική εποχή, ώστε η περίοδος αυτή να ονομάζεται και «πολιτισμός του Διμηνιού». Κτισμένος σε ένα λόφο, ο οικισμός περιβάλλεται από έξι επάλληλους περιβόλους, των οποίων η χρήση δεν έχει αποσαφηνιστεί. Κάποιοι ερευνητές ισχυρίζονται ότι οι περίβολοι αποτελούν οχύρωση του οικισμού, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι οι τρόποι δομής των περιβόλων δεν αντιστοιχούν σε αμυντική χρήση αλλά μάλλον εξυπηρετούν τη διαφοροποίηση τομέων του οικισμού. Στο κορυφαίο σημείο του λόφου είναι κτισμένο ένα μεγαροειδές οικοδόμημα, το πιο εντυπωσιακό νεολιθικό οικοδόμημα της Θεσσαλίας, γύρω από το οποίο αναπτύσσεται μια μεγάλη αυλή. Η ύπαρξη του μεγάρου οδηγεί στην εικασία για την ύπαρξη μιας κεντρικής εξουσίας. Η ανάπτυξη του οικισμού στο Διμήνι φαίνεται ότι αντιστοιχεί και σε μια ανάπτυξη νέων οικονομικών δραστηριοτήτων, διεύρυνση των επικοινωνιών και των ανταλλαγών με άλλους οικισμούς της εποχής. Νέα Μάκρη Αττικής Κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική, ο παραλιακός οικισμός της Νέας Μάκρης ήταν ήδη εκτεταμένος. Χαρακτηριστική της περιοχής εκείνη την περίοδο είναι η τοπική ιδιαιτερότητα της κεραμεικής με εμπίεστη διακόσμηση, με αυστηρά γεωμετρικά σχέδια πάνω στα αγγεία. Κατά τη Μέση Νεολιθική, ο οικισμός της Νέας Μάκρης εξακολούθησε να ακμάζει. Τα σπίτια κτίζονταν με άψητα τούβλα πάνω σε λίθινη βάση και οι τοίχοι ενισχύονταν με ξυλοδεσιές. Τα δάπεδα και οι δρόμοι στρώνονταν με χαλίκια. Όμως, η μεγαλύτερη καινοτομία φαίνεται ότι επήλθε στην κεραμεική, όπου οι κεραμείς μπορούσαν να ελέγχουν καλύτερα το ψήσιμο και να κατασκευάζουν αγγεία με πολύ καλύτερο πηλό. Η Νεότερη Νεολιθική περίοδος στην Αττική χαρακτηρίζεται από την αύξηση των οικισμών. Οι περισσότερες πληροφορίες, πάντως, προέρχονται από τον οικισμό της Νέας Μάκρης, ο οποίος συνέχισε να εξελίσσεται. Μία από τις εξελίξεις της οικοδομικής ήταν η κατασκευή θεμελίων μέσα σε αβαθής τάφρους. Ο οικισμός της Νέας Μάκρης εγκαταλείφθηκε στην αρχή της Υπονεολιθικής περιόδου από άγνωστη αιτία. Σάλιαγκος (Αντίπαρος) Οι θέσεις της Τελικής Νεολιθικής στις Κυκλάδες παρουσιάζουν ενδιαφέρον, γιατί πιθανόν σηματοδοτούν την εγκατάσταση στα νησιά πληθυσμών που ήρθαν από την ηπειρωτική Ελλάδα. Ο οικισμός στη βραχονησίδα Σάλιαγκος, κοντά στην Αντίπαρο, φαίνεται ότι στηριζόταν κυρίως στην αλιεία. Ο οικισμός του Σάλιαγκου είναι προφυλαγμένος με περιμετρικό τείχος. Τα ευρήματα του Σάλιαγκου, αλλά και του οικισμού στη θέση Κεφάλα της Κέας, δείχνουν ότι η μετάβαση στην επόμενη περίοδο των νησιών, την Πρωτοκυκλαδική, παρουσιάζει μια ομαλή εξέλιξη, και όχι μια διακοπή. Κνωσός Κάτω από το μινωικό ανάκτορο της Κνωσού έχουν βρεθεί τα λείψανα νεολιθικού οικισμού. Τα παλαιότερα ίχνη εγκατάστασης χρονολογούνται στην Προκεραμεική περίοδο, στην 7η χιλιετία π.Χ. Τα κτίσματα της περιόδου αυτής είναι από ευτελή υλικά, ενώ οι κάτοικοι του οικισμού καλλιεργούσαν δημητριακά. Σε γενικές γραμμές, η εξέλιξη δεν φαίνεται να διαφέρει από εκείνη της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τα πρώτα δείγματα κεραμεικών αγγείων στην Κνωσό εμφανίζονται στα μέσα της 5ης χιλιετίας π.Χ. Πρόκειται για σκούρα αγγεία με εγχάρακτη ή πλαστική διακόσμηση και χαρακτηριστικές διχαλωτές λαβές. Τα σπίτια, ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική, κατασκευάζονται με λίθινη κρηπίδα πάνω στην οποία οι τοίχοι χτίζονται με πήλινες πλίνθους. Κατά τη διάρκεια της Μέσης και της Νεότερης Νεολιθικής, τα σπίτια γίνονται πιο ευρύχωρα, με περισσότερα δωμάτια και μια αυλή (συχνά στρωμένη με χαλίκια), καθώς και μόνιμη εστία. Τμήματα από αιγυπτιακά αγγεία μαρτυρούν τις επικοινωνίες της Κρήτης με τους πολιτισμούς της Μεσογείου και προαναγγέλλουν τη μετάβαση στο Μινωϊκό πολιτισμό. Οι λαοί της Ανατολής και οι Έλληνες Οι πρώτοι μεγάλοι πολιτισμοί γεννήθηκαν στις περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου από την 4η χιλιετία π.Χ. Από αυτούς, οι αρχαίοι Έλληνες, στην αρχή της δημιουργίας του δικού τους πολιτισμού, δανείστηκαν πλήθος στοιχείων. Στη Μεσοποταμία και την κοιλάδα του Νείλου οι άνθρωποι οργανώθηκαν για πρώτη φορά σε εξελιγμένες κοινωνίες, γεγονός που επιτεύχθηκε με την καλλιέργεια της γης, το εμπόριο, τη βιοτεχνία, την ανάπτυξη κρατικής διοίκησης και στρατού. Η οικονομική ανάπτυξη έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία ισχυρών κρατών, όπου στην κορυφή της ιεραρχίας δέσποζε ο ηγεμόνας, στον οποίο αποδίδονταν θεϊκές ιδιότητες. Όμως, η πίστη σε αυτόν, ακόμη και ο φόβος απέναντι στη δύναμη και τη μεγαλοπρέπειά του, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των τεχνών και των επιστημών. Παράλληλα, οι καθημερινές ανάγκες τροφοδότησαν το ενδιαφέρον για τεχνικές ανακαλύψεις που βελτίωσαν αισθητά τις σκληρές συνθήκες ζωής και οι επικοινωνιακές ανάγκες οδήγησαν στην επινόηση των πρώτων συστημάτων γραφής. Η συνολική πρόοδος που επιτεύχθηκε οφείλεται στους λαούς της Ανατολής, της Μεσοποταμίας, της Αιγύπτου, αλλά σημαντικό μερίδιό της ανήκει επίσης στους Φοίνικες, τους Εβραίους, τους Χετταίους και αργότερα στους Πέρσες, με τη δική τους ιστορική πορεία και τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Η περιοχή των ποταμών Ευφράτη και Τίγρη αποτέλεσε την κοιτίδα των Σουμερίων, των Ακκαδίων, των Βαβυλωνίων και των Ασσυρίων, που οργανώθηκαν σε πόλεις και αργότερα σε κράτη. Ο Νείλος αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την οργάνωση ζωής στην Αίγυπτο, όπως και στη Μεσοποταμία. Στα βόρεια παράλια της ανατολικής Μεσογείου τέθηκαν οι βάσεις για την ακμή των Φοινίκων, ενός άλλου κατεξοχήν ναυτικού λαού με εμπορικές αποικίες στη Μεσόγειο, σπουδαιότερη των οποίων ήταν η Καρχηδόνα. Στα ανατολικά της Μικράς Ασίας αναπτύχθηκε το ισχυρό κράτος των Χετταίων· τα ερείπια της πρωτεύουσάς του, της Χαττούσας, πιστοποιούν την ύπαρξη ενός εξελιγμένου πολιτισμού. Στο βόρειο και το νότιο τμήμα του οροπεδίου του Ιράν εγκαταστάθηκαν οι Μήδοι και οι Πέρσες αντίστοιχα, και οι δεύτεροι δημιούργησαν τη μεγάλη περσική αυτοκρατορία. Ο μητροπολιτικός ελλαδικός χώρος Στο Αιγαίο, κατά την 3η χιλιετία π.Χ., γεννήθηκαν σπουδαίοι πολιτισμοί, από τους οποίους, στη συνέχεια, άντλησαν οι Έλληνες για να διαμορφώσουν το δικό τους πολιτισμό. Το κέντρο του αρχαίου ελληνικού κόσμου ήταν η επικράτεια που περιλάμβανε τις ακτές της δυτικής Μικράς Ασίας, τα νησιά του Αιγαίου και την ηπειρωτική Ελλάδα. Η μορφολογία του εδάφους, το οποίο απαιτεί εντατική καλλιέργεια, αλλά και το εύκρατο κλίμα, έκαναν τους Έλληνες δραστήριους και ιδιαίτερα καλούς ναυτικούς. Από τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ., δηλαδή την εποχή που άκμαζαν οι σημαντικοί πολιτισμοί στην Ανατολή, οι Έλληνες θέλησαν να διευρύνουν το πεδίο της οικονομικής συνεργασίας και να μελετήσουν τον πολιτισμό λαών πέρα από το Αιγαίο. Συνέπεια του προσανατολισμού τους ήταν η επαφή με ξένους λαούς, που χαρακτηρίστηκε από προσμείξεις, συναλλαγές, πολέμους και σχέσεις φιλίας. Οι Έλληνες δανείστηκαν στοιχεία πολιτισμού από την Ανατολή αλλά με κριτικό ή και συχνά επικριτικό τρόπο, σύμφωνα τουλάχιστον με τις αρχαίες πηγές, χωρίς σε καμία περίπτωση απλώς να τα αναπαράγουν. Οι αντιλήψεις των Ελλήνων για τους λαούς της Ανατολής συμπυκνώνονται στη φράση «Πας μη Έλλην βάρβαρος», αλλά και στην άποψη του Πλάτωνα: «Κάθε φορά που οι ΄Ελληνες δανείστηκαν κάτι από μη ΄Ελληνες, στο τέλος το οδήγησαν σε μια υψηλότερη τελειότητα» (“Επινομίς”). Η Εποχή του Χαλκού στην Ελλάδα Η μακρά περίοδος από το 3000 έως το 1100 π.Χ. ονομάστηκε Εποχή του Χαλκού και στη διάρκειά της αναπτύχθηκαν πολιτισμοί με διαφορετικό βαθμό εξέλιξης. Στο Αιγαίο, στις αρχές της 3ης χιλιετίας, η εισαγωγή του χαλκού άλλαξε ριζικά τη ζωή των κατοίκων. Οι προϊστορικοί πολιτισμοί του βορειανατολικού Αιγαίου, των Κυκλάδων, ο Μινωικός πολιτισμός και ο Ελλαδικός, που διαμορφώθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα, αποτέλεσαν τη βάση για να αναπτυχθεί ο Μυκηναϊκός και στη συνέχεια ο ελληνικός πολιτισμός των ιστορικών χρόνων. Ο πολιτισμός του Βορειοανατολικού Αιγαίου Στη διάρκεια της 3ης χιλιετίας π.Χ., στο βορειοανατολικό Αιγαίο και με κέντρα τα νησιά Λήμνο, Θάσο, Σαμοθράκη, καθώς επίσης περιοχές της Θράκης και της ανατολικής Μακεδονίας, αναπτύχθηκε ένας πολιτισμός που διέθετε κοινά χαρακτηριστικά με τον Τρωικό πολιτισμό, ο οποίος αναπτύχθηκε στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Οι έρευνες στην Πολιόχνη Λήμνου –που θεωρείται η αρχαιότερη πόλη της ευρωπαϊκής ηπείρου–, πιστοποιούν την ύπαρξη οργανωμένης πόλης με πολεοδομικό σχεδιασμό, αμυντικό τείχος, αποχέτευση και κοινόχρηστους χώρους. Κυκλάδες Κυκλαδικός πολιτισμός (3000-2000 π.Χ.) Η ανασκαφή νεκροταφείων των Κυκλάδων, κυρίως από τον αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα, αποκάλυψε τον πολιτισμό των ελληνικών νησιών, προνομιούχων εξαιτίας της θέσης τους μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Από τις αρχές της Εποχής του Χαλκού, οι Κυκλαδίτες επιχείρησαν τολμηρά ταξίδια προς τις γύρω περιοχές, τη Μικρά Ασία, την Ελλάδα και την Κρήτη, με σκοπό να αναπτύξουν το εμπόριο, να επεκτείνουν τις συναλλαγές τους και να ανταλλάξουν στοιχεία πολιτισμού. Τα προϊόντα που εξήγαν ήταν εργαλεία, μαχαίρια, πήλινα αγγεία, χάλκινα αντικείμενα και μαρμάρινα ειδώλια, με την κυκλαδίτικη μεταλλουργία να «υιοθετείται» από ολόκληρη την Ελλάδα. Όσον αφορά την Πρωτοκυκλαδική εποχή, η κατασκευή σπιτιών από φθαρτά υλικά δεν επέτρεψε τη διατήρησή τους, με αποτέλεσμα να μην επαρκούν οι πληροφορίες για συμπεράσματα σχετικά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Τα ταφικά έθιμα –τα ευρήματα των νεκροταφείων στις πλαγιές των λόφων, κοντά στους οικισμούς– μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι η θρησκεία τους ήταν ένα κράμα δεισιδαιμονίας και μαγείας. Οι Πρωτοκυκλαδίτες δεν δημιούργησαν μνημειώδη τέχνη, χρησιμοποίησαν όμως, για πρώτη φορά, το λεπτόκοκκο και λευκό μάρμαρο για την κατασκευή θαυμάσιων αγγείων και διέπρεψαν, όπως προαναφέρθηκε, στη μεταλλουργία και τη μικροτεχνία (αργυρές καρφίτσες, διαδήματα, περιδέραια από χάντρες ή κοχύλια). Σε πλάκες ή βράχους βρέθηκαν παραστάσεις κυνηγιού ή χορού και άλλες σκηνές από την καθημερινή ζωή της εποχής. Το κυριότερο δημιούργημά τους, κατά την πρώτη φάση, είναι τα θαυμάσια μαρμάρινα ειδώλια, η παραγωγή των οποίων συνεχίστηκε σε ολόκληρη την τρίτη χιλιετία. Από τα απλοϊκά σχήματα προχώρησαν σε πιο πλαστικές δημιουργίες και στη συνέχεια στην απεικόνιση νατουραλιστικών μορφών, στις οποίες αποδίδονταν χαρακτηριστικά του σώματος και του προσώπου. Σε ειδώλια συναντούμε γυναίκες, πολεμιστές, αρχηγούς, συμπλέγματα ή άλλες θαυμάσιες δημιουργίες, όπως ο αρπιστής από την Κέρο και ο αυλητής στο Εθνικό Μουσείο. Όλα αυτά τα μαρμάρινα ειδώλια αποτελούν τα παλαιότερα γλυπτά της Ευρώπης. Στη Μεσοκυκλαδική εποχή, σύμφωνα με τα ευρήματα, η ζωή συνεχίστηκε με κάποια κανονικότητα. Το εμπόριο και η γεωργία εξακολουθούσαν να αποτελούν τη βάση του οικονομικού συστήματος, οι δε πόλεις αναπτύχθηκαν σημαντικά. Ήταν οχυρωμένες, διέθεταν δρόμους, αποχετευτικό σύστημα και πλούσιες οικίες με τοιχογραφίες, στις οποίες ήταν εμφανής η επίδραση της μινωικής τέχνης. Σε ό,τι αφορά τη θρησκεία, ναός που βρέθηκε στην Κέα πιστοποιεί τη λατρεία γυναικείας θεότητας. Στην Υστεροκυκλαδική εποχή, η επίδραση του Μινωικού πολιτισμού ήταν ακόμη πιο αισθητή και η ζωή περισσότερο εκλεπτυσμένη, με πολυώροφα κτίρια και ωραιότατες τοιχογραφίες. Μετά την καταστροφή της Κρήτης, οι Κυκλαδίτες δέχτηκαν νέες επιδράσεις, αυτή τη φορά από τις Μυκήνες. Κρήτη Μινωικός πολιτισμός Στην Κρήτη, την Εποχή του Χαλκού, αναπτύχθηκε ένας ιδιαίτερος πολιτισμός (2600-1100 π.Χ.) που δανείστηκε το όνομά του από το μυθικό βασιλιά Μίνωα. Πρώτος ο Άγγλος αρχαιολόγος Έβανς ανακάλυψε το ανάκτορο της Κνωσού, το κέντρο αυτού του πολιτισμού, δημιουργώντας χρονολογικό σύστημα με τη βοήθεια των λεγόμενων «απόλυτων χρονολογιών» οι οποίες βασίζονταν στην εξέλιξη της κεραμεικής. Η λεπτομερειακή χρονολόγηση έγινε δυνατή με τη μινωική κεραμεική που βρέθηκε στην Αίγυπτο και σε άλλες χώρες. Το σύστημα αυτό άρχισε να «παρακάμπτεται» από ένα νέο, που βασιζόταν στην αρχιτεκτονική εξέλιξη των εγκαταστάσεων των ανακτόρων, με παραπλήσια αποτελέσματα. Η Κνωσός, στα νοτιοανατολικά του Ηρακλείου, συνέβαλε ουσιαστικά στην έρευνα για την Εποχή του Χαλκού, αφού τα ερείπιά της ανάγονται σε μια εκτεταμένη χρονική περίοδο, από το 6000 π.Χ. περίπου έως το τέλος της πρωτοβυζαντινής περιόδου και την αρχή της αραβοκρατίας στην Κρήτη. Ο Όμηρος αναφέρεται στην Κνωσό, αλλά η ιστορία της μπλέκεται με μια σειρά μύθους οι οποίοι γεννήθηκαν πολλά χρόνια μετά την καταστροφή της και καταδεικνύουν την εντύπωση που είχαν γι’ αυτήν οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου. Νεολιθική εποχή (6000-2600 π.Χ.) Σύμφωνα με τα ευρήματα, από την πρώιμη Νεολιθική εποχή (1950 π.Χ.) αναπτύχθηκε σημαντικός οικισμός στην περιοχή της Κνωσού, λείψανα του οποίου βρέθηκαν σε ανασκαφικές τομές κάτω από το μινωικό ανάκτορο. Ενδεικτικό της σπουδαιότητάς του, σε μια εποχή κατά την οποία οι κάτοικοι προτιμούσαν τις σπηλιές για λόγους ασφαλείας, ο οικισμός απλωνόταν σε μεγάλη έκταση και διατηρήθηκε για εκτεταμένη χρονική περίοδο. Και στις τρεις νεολιθικές φάσεις, οι Μινωίτες έζησαν σε καθεστώς ειρήνης, γεγονός που τους επέτρεψε να αναπτύξουν όλες τις εκφράσεις της τέχνης. Αυτό το πιστοποιούν τα αρχιτεκτονικά ευρήματα, τα κεραμεικά, τα λίθινα ή οστέινα εργαλεία, τα οποία, παράλληλα, μαρτυρούν τον αγροτικό τρόπο ζωής, τη λατρεία της γυναικείας θεότητας –που λατρευόταν και σε άλλες περιοχές της λεκάνης της Μεσογείου– και την πανίδα του νησιού. Η πρόοδος των ανασκαφών και σε άλλες θέσεις της Κρήτης πιθανώς θα δώσει περισσότερα στοιχεία για τον τρόπο ζωής και την εξάπλωση των νεολιθικών κατοίκων. Πρωτομινωική περίοδος (2600-2000 π.Χ.) Οι αλλαγές που σημειώθηκαν στην Κνωσό και την Κρήτη γενικότερα χάρη στη χρήση του χαλκού έλαβαν χώρα σταδιακά, σε αντίθεση με άλλες περιοχές του Αιγαίου, στις οποίες σημειώθηκε αληθινή επανάσταση. Στην Κνωσό, που δεν είχε ακόμη αναδειχθεί σε πρώτο κέντρο του νησιού, εγκαταστάθηκαν ομάδες οι οποίες πιθανώς προήλθαν από τη Μικρά Ασία, κάτι που εξηγεί και τη χρήση τοπωνυμίων όπως: Βερέκυνθος, Φαιστός, Κνωσός. Μεσομινωική περίοδος (2000-1580 π.Χ.) Τη μετατροπή της Κνωσού σε κέντρο της Κρήτης, γύρω στα 1950 π.Χ., μαρτυρούν τα πολυώροφα οικοδομικά συγκροτήματα, τα οποία αποτέλεσαν το πρώτο ανάκτορο. Η κυριαρχία των Μινωιτών στις θαλάσσιες οδούς και η αίσθηση ασφαλείας τούς επέτρεψε να δημιουργήσουν ανάκτορα –όπως και σε άλλες περιοχές– χωρίς τείχη. Το 1700, το ανάκτορο της Κνωσού καταστράφηκε ολοσχερώς, πιθανώς από σεισμό· στη θέση του, όμως, ανεγέρθηκε μεγαλοπρεπέστερο ανάκτορο με προπύλαια, κλιμακοστάσια, κιονοστοιχίες και φωταγωγούς. Οι Μινωίτες πρόσθεσαν το γυψόλιθο στην πέτρα, στο ξύλο και στις πλάκες, και χρησιμοποιώντας την αυλή ως κεντρικό άξονα, ύψωσαν γύρω της πολυώροφα οικοδομήματα. Γύρω από τα ανάκτορα έκτισαν τις κατοικίες των αξιωματούχων και λίγο πιο μακριά την πόλη. Οι τοίχοι του ανακτόρου και των οικιών καλύπτονταν από θαυμάσιες, πολύχρωμες τοιχογραφικές παραστάσεις, πολλές από τις οποίες ήταν ανάγλυφες. Παράλληλα, την ανάπτυξη του πολιτισμού της Κνωσού κατά τη Μεσομινωική περίοδο μαρτυρούν τα κεραμεικά, τα μεταλλουργικά ευρήματα, η σφραγιδογλυφία και η μικροπλαστική. Υστερομινωική περίοδος (1580-1150 π.Χ.) Ο πολιτισμός της προηγούμενης περιόδου αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο, μέχρι την ολοσχερή –για δεύτερη φορά– καταστροφή όλων των μινωικών κέντρων γύρω στα 1500-1450 π.Χ., που παλαιότερα αποδιδόταν στην έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Τα υπόλοιπα, εκτός Κνωσού κέντρα, εγκαταλείφθηκαν σε μια εποχή όπου άρχισε να γίνεται φανερή η παρουσία των Μυκηναίων στην Κρήτη. Η πολιτική μεταβολή, η ανακάλυψη της Γραμμικής γραφής Β’ που αποτέλεσε συνέχεια του μινωικού γραμμικού συστήματος Α’, και η τελική καταστροφή του ανακτόρου της Κνωσού, πιθανώς από εισβολή (ίσως από τους Αχαιούς της ηπειρωτικής Ελλάδας), αποτελούν το κύκνειο άσμα όχι τόσο του πολιτισμού της –που περιορίστηκε στα όρια του νησιού–, όσο της αίγλης της στο «εξωτερικό», η οποία διατηρήθηκε για πολλά χρόνια και μετά την κατάληψη του νησιού από τους Δωριείς. Πάνω στα ερείπια του ανακτόρου χτίστηκαν πρόχειρα καταλύματα και, γύρω στα 1150 π.Χ., δύο γενιές πριν την εκστρατεία της Τροίας, επήλθε το τέλος του παρακμασμένου πλέον μινωικού πολιτισμού. Ηπειρωτική Ελλάδα Ελλαδικός πολιτισμός (3000-1100 π.Χ.) Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε την Εποχή του Χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα ονομάστηκε Ελλαδικός. Οι αλλαγές που συντελέστηκαν εδώ ήταν σταδιακές και συνοδεύτηκαν από μετακινήσεις πληθυσμών. Δημιουργήθηκαν νέοι παραθαλάσσιοι οικισμοί ή άλλοι σε χαμηλούς λόφους. Χαρακτηριστική περίπτωση οικισμού της ηπειρωτικής Ελλάδας είναι ο οικισμός της Λέρνας στην Αργολίδα. Οι κοινωνίες της εποχής, που διατηρούσαν ακόμη το χαρακτήρα της κλειστής αγροτικής οικονομίας, άρχισαν να οργανώνονται διοικητικά και ανέπτυξαν την τεχνολογία. Σε ό,τι αφορά την εργασία, άρχισαν να εξειδικεύονται, γεγονός που συνάγεται από το πλήθος των επαγγελματικών ειδικοτήτων οι οποίες αναφέρονται σε επιγραφές και προϋποθέτουν εξελιγμένο καταμερισμό εργασίας. Από τις πινακίδες της Γραμμικής Β’, που διατηρούσαν οι Μυκηναίοι, αντλούμε σημαντικές πληροφορίες για τη διοίκηση των βασιλείων τους και τη λειτουργία της οικονομίας τους. Από τους κατοίκους της πρώιμης αυτής φάσης διασώθηκαν γλωσσικά κατάλοιπα (με την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β΄ αποδεικνύεται ότι στην Πελοπόννησο, κατά την πρώιμη Εποχή του Χαλκού, μιλούσαν ένα είδος πρωτόγονης ελληνικής γλώσσας), εμφανή και στη σημερινή γλώσσα. Πρόκειται, κυρίως, για τοπωνύμια με κατάληξη σε –ττος, -σσος, -νθος (για παράδειγμα, Λυκαβηττός, Υμηττός, Ιλισσός, Παρνασσός, Κόρινθος κ.λπ.), όμοια με εκείνα της Κνωσού που αναφέρθηκαν παραπάνω. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. παρατηρήθηκε στασιμότητα. Διακόπηκε η εξέλιξη του πολιτισμού και έπαψε να εξελίσσεται η τεχνολογία, γεγονός που αποδίδεται στην παρουσία νέων πληθυσμών, των πρώτων ελληνικών φύλων. Η έλλειψη ουσιαστικής τομής στην πολιτισμική συνέχεια οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα φύλα που εγκαταστάθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα την επαύριο των καταστροφών ήταν οι πρώτες ομάδες «Πρωτοελλήνων», σύμφωνα με τους R. Treuil, P. Darcque, J.-Cl. Poursat και G. Touchais. Δεν αποκλείεται, όμως, και η πιθανότητα εσωτερικών αναταραχών και συγκρούσεων. Μυκηναϊκός πολιτισμός (1600-1100 π.Χ.) Στην Ελλάδα, στα τέλη της Εποχής του Χαλκού, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα ο Μυκηναϊκός πολιτισμός ο οποίος διήρκεσε σχεδόν 500 χρόνια. Η χρονική περίοδος που αντιστοιχεί σε αυτό τον πολιτισμό ονομάζεται Μυκηναϊκή ή Υστεροελλαδική και χωρίζεται σε τρεις φάσεις: Την Πρώιμη ή Υστεροελλαδική Ι (1600-1500 π.Χ.), με κέντρο τις Μυκήνες. Τη Μέση ή Υστεροελλαδική ΙΙ (1500- 1400 π.Χ.), στη διάρκεια της οποίας ο Μυκηναϊκός πολιτισμός απλώθηκε σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά, σύμφωνα με ευρήματα που προέρχονται από ανασκαφές τάφων, θολωτών και θαλαμωτών. Τη Νεότερη ή Υστεροελλαδική ΙΙΙ (1400-1100 π.Χ.), για την οποία έχουμε πληρέστερη εικόνα, εξαιτίας, κυρίως, της ανασκαφής οικιών και των ανακτόρων της. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός αναπτύχθηκε κατά κύριο λόγο στην Πελοπόννησο, αλλά μυκηναϊκοί τάφοι έχουν βρεθεί ακόμα και σε μακρινά σημεία της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Οι Μυκηναίοι ανέπτυξαν σχέσεις με τη Μικρά Ασία, τη Συρία και την Αίγυπτο, δημιούργησαν αποικίες στη Ρόδο και την Κύπρο και η επιρροή τους ανιχνεύτηκε ακόμη και σε χώρες όπως η Ισπανία και η Αγγλία. Οι Μυκήνες, στο βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας, ήταν η πρώτη πόλη και το κέντρο του μυκηναϊκού πολιτισμού που ήρθε στο φως το 1876, με τις ανασκαφές του Ερρίκου Σλίμαν. Την περίοδο 1876-77, ο Ερρίκος Σλίμαν ανακάλυψε στους βασιλικούς τάφους έναν πραγματικό θησαυρό από χρυσά κοσμήματα και σκεύη, μαζί με 19 σκελετούς, εννέα ανδρών, οκτώ γυναικών και δύο παιδιών. Οι τάφοι των βασιλικών περιβόλων των Μυκηνών θεωρούνται τα πλέον σημαντικά ευρήματα της εποχής, ενώ συντέλεσαν στη διαμόρφωση τριών απόψεων σχετικά με την καταγωγή των βασιλικών δυναστειών. Η πρώτη θεωρεί ότι οι Μυκηναίοι ήταν Κρήτες που μετέφεραν μαζί τους στοιχεία του Μινωικού πολιτισμού. Η δεύτερη εικάζει ότι ήταν Αχαιοί μικρασιατικής καταγωγής και η τρίτη ότι ήταν απόγονοι των κατοίκων της Ελλάδας. Οι τελευταίοι, κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο, έκαναν επιδρομές, απέκτησαν πλούτο και επηρεάστηκαν αρκετά από τους Μινωίτες. Πάντως, η επίδραση του Μινωικού πολιτισμού στον Μυκηναϊκό είναι εμφανής στις μορφές της τέχνης που αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπως η κεραμεική, η ελεφαντουργία, η χαλκουργία, η μνημειώδης πλαστική και η μικροπλαστική, η χρυσοχοΐα και η σφραγιδογλυφία. Η διαφοροποίηση των δύο τεχνών μεταξύ τους εστιάζεται, κυρίως, στην τάση της μυκηναϊκής τέχνης προς το μνημειώδες. Στην τοιχογράφηση ανακτόρων και οικιών, οι Μυκηναίοι ακολουθούσαν τις κατευθύνσεις της Κρήτης, επέλεγαν όμως άλλη θεματολογία. Οι Μυκηναίοι προτιμούσαν θέματα σχετικά με τους πολέμους και το κυνήγι αγριόχοιρου και ελαφιών, χωρίς να αποφεύγουν συνθέσεις με πομπές γυναικών και αντρών, θυσίες ή την τέχνη της μουσικής. Πληροφορίες για τον τρόπο ζωής των Μυκηναίων παρέχουν οι πήλινες πινακίδες με επιγραφές στη μυκηναϊκή γραφή, τη Γραμμική Β΄, καθώς επίσης η σφραγιδογλυφία, τα μικρογραφικά έργα πλαστικής κ.λπ. Μέσω αυτών αποκαλύπτεται η ύπαρξη ισχυρής κεντρικής εξουσίας και η ανάπτυξη του εμπορίου, που αποτέλεσε και την κύρια πηγή πλούτου για τους Μυκηναίους. Απ’ ό,τι φαίνεται, διέθεταν τα βασικά είδη διατροφής, αλλά εισήγαν πρώτες ύλες. Ακόμη, πιστοποιείται ο πολεμοχαρής χαρακτήρας του πληθυσμού, που χρησιμοποιούσε πλήθος όπλων, όπως ξίφη, δόρατα, τόξα και άρματα, και η στρατιωτική οργάνωση στην ξηρά και τη θάλασσα, όπως και η ύπαρξη μεγάλων οχυρωματικών έργων. Στα ευρήματα, τέλος, αποτυπώνονται αιματηρές θυσίες ή προσφορές γεωργικών προϊόντων, αρωματικών ελαίων, καθώς επίσης συμπλέγματα θρησκευτικού χαρακτήρα, ζώων και ανθρώπων. Επίσης, μυθικά ζώα και «δαίμονες» μαρτυρούν ότι οι Μυκηναίοι πίστευαν σε πολλούς θεούς (Δία, Άρη, Ποσειδώνα κ.λπ.), εκείνους οι οποίοι κατά τον Όμηρο λατρεύονταν από τους κατοπινούς Έλληνες σε υπαίθριους χώρους και σε μικρά δωμάτια. Η ετυμολογία της λέξης «Μυκήνες» αποδίδεται στη λέξη «μυχός» που προσδιόριζε τη θέση της, στην ηρωίδα Μυκήνη, θυγατέρα του Ινάχου, στη λέξη «μύκης», από το μύκητα του ξίφους του ιδρυτή της, Περσέα, ή στα τοπωνύμια Μυκαλησσός και Μυκάλη, τα οποία θεωρούνται προελληνικά. Κατά τον Θουκυδίδη, το όνομα «Ελλάς» δεν είχε δοθεί στη χώρα και ούτε καν υπήρχε πριν από τον Έλληνα, γιο του Δευκαλίωνα. Ο Έλληνας και οι γιοι του επικράτησαν στη Φθιώτιδα· οι άλλες πόλεις άρχισαν να τους ζητούν βοήθεια και σιγά σιγά καθεμιά άρχισε να χρησιμοποιεί τον όρο «Έλληνες». Τούτο μαρτυρεί και ο Όμηρος, ο οποίος, μολονότι έζησε μετά τον Τρωικό πόλεμο, πουθενά δεν χρησιμοποιεί τον όρο, παρά μόνο για όσους είχαν ακολουθήσει τον Αχιλλέα από τη Φθιώτιδα, που ήταν και οι πρώτοι Έλληνες. Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (Από το 1100 έως το 323 π.Χ.) Γεωμετρική περίοδος (1100-750 π.Χ.) Η περίοδος της αρχαίας ελληνικής ιστορίας μεταξύ του 11ου και του 8ου αιώνα π.Χ. είναι γνωστή με την ονομασία «Γεωμετρική περίοδος», η οποία προήλθε από τα γεωμετρικά σχήματα που διακοσμούσαν τα αγγεία. Η επιστημονική έρευνα, μάλιστα, σήμερα τη θεωρεί αρχή της ελληνικής ιστορίας, παρότι παλαιότερα τα στοιχεία για την περίοδο αυτή ήταν τόσο ισχνά, που είχε χαρακτηριστεί «σκοτεινοί αιώνες» και συχνά τοποθετούνταν στην προϊστορία. Η Γεωμετρική περίοδος ξεκίνησε με την κατάρρευση των Μυκηνών και τη μετακίνηση των Δωριέων εντός της ελληνικής επικράτειας και συνοδεύτηκε από τη στασιμότητα στο εμπόριο, την απομόνωση περιοχών της Ελλάδας, την πολιτιστική παρακμή, αλλά και τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, που άνοιξαν το δρόμο στη δημιουργία των αρχαίων ελληνικών πόλεων-κρατών, στην επόμενη περίοδο. Από τα μέσα του 11ου έως και τον 9ο αιώνα π.Χ., μεγάλες ελληνικές ομάδες (Αιολείς, Ίωνες, Δωριείς) μετακινήθηκαν προς τα παράλια της Μικράς Ασίας (Α’ ελληνικός αποικισμός) δημιουργώντας αποικίες, όπως την Αιολίδα, απέναντι από την Τένεδο και τη Λέσβο, και την Ιωνία στη δυτική ακτή της. Προς το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής, τα πρώτα φύλα που μετακινήθηκαν προέρχονταν από τα βορειοδυτικά· κατά τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη, εγκαταστάθηκαν σε περιοχές οι οποίες πήραν το όνομά τους. Τα φύλα αυτά ήταν Θεσσαλοί, Ηπειρώτες, Μακεδόνες, Βοιωτοί, Λοκροί, Φωκείς, Αιτωλοί και Ακαρνάνες. Στη συνέχεια μετακινήθηκαν τα φύλα των Δωριέων («Κάθοδος των Δωριέων»), προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις. Μεγάλες ομάδες Ελλήνων αναγκάστηκαν, με τη σειρά τους, να μετακινηθούν προς την Ανατολή, τα νησιά του Αιγαίου και τις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την επικρατούσα εκδοχή, την εποχή που τα μυκηναϊκά κράτη παρουσίασαν τα συμπτώματα μιας αναπότρεπτης εξασθένησης, οι Δωριείς, οι οποίοι έως τότε κατοικούσαν στη βορειοδυτική Ελλάδα και υπό την πίεση άλλων πληθυσμών που κατέβαιναν από τα βόρεια, μετακινήθηκαν προς το νότο. Επρόκειτο για μια ευρείας κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση που κατέληξε στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Σύμφωνα με νεότερη, επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη, οι Δωριείς –ελληνικό ποιμενικό φύλο που κατοικούσε σε ορεινές περιοχές της Ελλάδας– εκμεταλλεύτηκαν την παρακμή των Μυκηνών για να μετακινηθούν προς πεδινές περιοχές. Σχετικός με τη δωρική εγκατάσταση στην Πελοπόννησο ήταν ο μεταγενέστερος μύθος για την «επιστροφή των Ηρακλειδών», των απογόνων δηλαδή του Ηρακλή που κάποτε είχαν εκδιωχθεί. Οι αιτίες της πρώτης μεταναστευτικής περιόδου που οδήγησαν στις πρώτες, μεγάλες μετακινήσεις στον ελλαδικό χώρο εστιάζονται στην πληθυσμιακή αύξηση η οποία παρατηρήθηκε στις ομηρικές κοινότητες προς τα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ. Πράγματι, οι ομηρικές κοινότητες διατηρώντας το χαρακτήρα της κλειστής αγροτικής οικονομίας που βασιζόταν στα περιορισμένα καλλιεργήσιμα εδάφη, στην έλλειψη επαγγελματικών ειδικοτήτων και πόρων από άλλους τομείς και στη συγκέντρωση της γης στα χέρια ολίγων, αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις νέες οικονομικές ανάγκες. Διέξοδο από την κρίση πρόσφεραν οι κατακτητικοί πόλεμοι, η ίδρυση αποικιών και ένα νέο αναπτυξιακό «πρότυπο» που βασιζόταν στην προώθηση της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Αρχαϊκή περίοδος (750-480 π.Χ.) Η περίοδος από τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. έως και την πρώτη εικοσαετία του 5ου αιώνα π.Χ. (δηλαδή έως τους Περσικούς Πολέμους) ονομάστηκε συμβατικά Αρχαϊκή περίοδος και έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη του ελληνικού κόσμου. Η οικονομική και κοινωνική κρίση που προέκυψε στα τέλη της Γεωμετρικής περιόδου αντιμετωπίστηκε στο πλαίσιο της πόλης-κράτους και με το Β’ ελληνικό αποικισμό (8ος-6ος αιώνας π.Χ.), ο οποίος συνοδεύτηκε από πνευματικές αναζητήσεις και τη διαμόρφωση πολιτισμού. Οι μικρασιατικές ελληνικές πόλεις οι οποίες δημιουργήθηκαν από τις ομάδες Ελλήνων που μετακινήθηκαν προς την Ανατολή ανέπτυξαν αξιοσημείωτο πολιτισμό, υπό την επίδραση, προφανώς, και της επικοινωνίας με τους προηγμένους λαούς της Ανατολής. Έτσι, κατά τον 8ο αιώνα τέθηκαν τα θεμέλια για τη μετέπειτα ακμή των «κλασικών χρόνων», πρώιμο δείγμα των οποίων αποτέλεσαν τα «ομηρικά έπη». Ο δεύτερος αποικισμός, αν και ξεκίνησε από τη «μητρόπολη» (την πόλη-κράτος) δημιούργησε αποικίες αυτόνομες, που είχαν χαλαρούς δεσμούς ή κάποιες φορές αρκετά εχθρικές σχέσεις με το κέντρο. Τα αίτια της δεύτερης μεταναστευτικής περιόδου θα μπορούσαν να αναζητηθούν στο ανήσυχο ελληνικό πνεύμα και στη γνώση των κινδύνων (άρα και των θαλάσσιων οδών), κυρίως όμως στη διόγκωση του δημογραφικού προβλήματος, την έλλειψη πρώτων υλών, την αναζήτηση νέων αγορών και στις εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις που απομόνωναν, κατά καιρούς, συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες. Σημαντικότατο ρόλο στις εξελίξεις και στην ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού έπαιξε η δημιουργία της πόλης-κράτους. Η πόλη-κράτος δημιουργήθηκε γύρω από ένα κέντρο άσκησης της εξουσίας, συνήθως περιχαρακωμένο από τείχη, και συμπεριλάμβανε μια ευρύτερη περιοχή εκτός των τειχών, με καλλιεργήσιμα εδάφη και μικρότερους οικισμούς. Η δημιουργία των πόλεων-κρατών ακολούθησε παράλληλη πορεία με την πτώση της βασιλείας και την επικράτηση των ευγενών (αριστοκρατία), που αντλούσαν τη δύναμή τους από την καταγωγή και την ιδιοκτησία γης. Όμως, οι νέες κοινωνικές ομάδες που βρέθηκαν στο προσκήνιο –βιοτέχνες, έμποροι, ναυτικοί και τεχνίτες– όξυναν τον κοινωνικό ανταγωνισμό και συνέβαλαν στην κρίση της αριστοκρατικής δομής. Οι πόλεις-κράτη βασίστηκαν στο θεσμό της δουλείας, με τους δούλους να αυξάνονται εξαιτίας των κατακτητικών πολέμων ή των χρεών πολιτών προς τους ευγενείς, όπως συνέβαινε στην Αθήνα και τη Σπάρτη έως τον 6ο αιώνα π.Χ. Το απόσπασμα από τα γραπτά του Θουκυδίδη δίνει το χαρακτήρα της πόλης-κράτους: «Όταν όμως έγινε βασιλιάς ο Θησέας, άφησε τους κατοίκους να νέμονται τα κτήματά τους, όπως και πριν, αλλά τους ανάγκασε να έχουν κοινή πολιτεία την Αθήνα, η οποία εξελίχθηκε σε μεγάλη πολιτεία και τέτοια την παρέδωσε στους μεταγενέστερους». Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, η άνθηση του ελληνικού πολιτισμού, της ποίησης, του θεάτρου, της φιλοσοφίας, της ρητορείας, της πολεοδομίας και της επιστήμης κατά την Αρχαϊκή εποχή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της πόλης-κράτους. Γενικώς, στην αρχή εκείνης της περιόδου, η τέχνη επηρεάστηκε από την Ανατολή πριν κατασταλάξει στη δική της εκδοχή που προέβαλε την ελληνική αισθητική αντίληψη: με την καθιέρωση του δωρικού και του ιωνικού ρυθμού στην αρχιτεκτονική, την κατασκευή των πρώτων μεγάλων αγαλμάτων, τους Κούρους και τις Κόρες, και την εντυπωσιακή εξέλιξη της κεραμεικής τέχνης με το μελανόμορφο και τον ερυθρόμορφο ρυθμό. Οι πρώτες καλλιτεχνικές και πνευματικές ανησυχίες εμφανίστηκαν στην Ιωνία, εξαπλώθηκαν όμως σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, με τη Νάξο να έχει την πρωτοκαθεδρία. Απόδειξη αποτελούν οι πελώριοι Κούροι, το ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο, το οποίο στολίζεται με το πρώτο μεγάλο έργο της ελληνικής πλαστικής, την Άρτεμη της Νικάνδρας, ο κολοσσός του Απόλλωνα, οι περίφημοι λέοντες και ο οίκος των Ναξίων, όπως επίσης τα εργαστήρια αγγειοπλαστικής, έργα που συνδυάζουν την ιωνική χάρη με τη σοβαρότητα και το ήθος της αττικής τέχνης. Εκείνη την εποχή, τα χαρακτηριστικά των θεών απέκτησαν πανελλήνια αποδοχή και ορισμένοι τόποι λατρείας έγιναν κοινοί και εξελίχτηκαν σε πανελλήνια ιερά, όπως συνέβη με τους Δελφούς, την Ολυμπία και τη Δήλο. Στις αποικίες, η επαφή με τους ξένους λαούς ευνόησε την ανάπτυξη ενός ιδιαίτερου πολιτισμού που προέκυψε από την ανταλλαγή και τη σύνθεση· χαρακτηριστικό παράδειγμα το χαλκιδικό αλφάβητο –μορφή του ελληνικού– που διαδόθηκε από τους Χαλκιδείς αποίκους σε πληθυσμούς της ιταλικής χερσονήσου και το οποίο συντέλεσε στη διαμόρφωση του λατινικού αλφαβήτου. Η οικονομική ακμή της Αρχαϊκής περιόδου αποδόθηκε στην άνθηση του εμπορίου με τα λίγα, αλλά εκλεκτά γεωργικά, κτηνοτροφικά, βιοτεχνικά προϊόντα, αλλά και τα περιζήτητα ορυκτά, όπως χρυσό και άργυρο από Σίφνο, κιμωλία γη και κίσσηρη από τη Μήλο. Παράλληλα, με την κοπή και τη χρήση νομίσματος, οι εμπορικές συναλλαγές απέκτησαν περισσότερο οργανωμένο χαρακτήρα. Οι οικονομικές αυτές αλλαγές επέφεραν μια νέα πολιτική πραγματικότητα: μια νέα κατηγορία πολιτών απέκτησε πλούτο και διεκδίκησε μέρος της εξουσίας, ενώ για πρώτη φορά οι δούλοι χρησιμοποιήθηκαν ως παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης. Στη διάρκεια της Αρχαϊκής εποχής, κάθε πόλη-κράτος δημιούργησε το δικό της πολιτικό σύστημα μέσα από εσωτερικές ανακατατάξεις, κυρίως οικονομικού χαρακτήρα, αλλά και την προώθηση νόμων και μεταρρυθμίσεων. Η Αθήνα, από την αριστοκρατική οργάνωση του 7ου αιώνα π.Χ., μετά από διάφορες φάσεις, πέρασε στη δημοκρατία στα τέλη του 6ου αιώνα, ενώ η Σπάρτη διαμόρφωσε ολιγαρχικό σύστημα το οποίο διατήρησε έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση, το 2ο αιώνα π.Χ. Στα τέλη του 7ου και στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ., οι διαφορές ανάμεσα σε ευγενείς και πληβείους οξύνθηκαν, και προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κατάσταση έγινε προσπάθεια κωδικοποίησης του άγραφου, εθιμικού δικαίου με τη βοήθεια προσώπων κοινής αποδοχής, όπως ήταν ο Ζάλευκος, ο Χαρώνδας στις αποικίες της Δύσης, ο Πιττακός στη Μυτιλήνη, ο Λυκούργος στη Σπάρτη, ο Δράκων και ο Σόλων στην Αθήνα. Με την καταγραφή των νόμων διευρύνθηκε η πολιτική βάση με τη συμμετοχή περισσότερων πολιτών στη διακυβέρνηση της πολιτείας. Κατ΄ αυτό τον τρόπο, το πολίτευμα μεταβλήθηκε σε ολιγαρχικό ή τιμοκρατικό (η εκ τιμημάτων πολιτεία), επειδή κριτήριο της διάκρισης των πολιτών ήταν τα τιμήματα, δηλαδή τα εισοδήματα. Η επικράτηση, όμως, των «ολίγων» δεν έλυσε τα προβλήματα της εξουσίας και της κοινωνικής ανισότητας, με τους ευγενείς, κυρίως, να υποδαυλίζουν τις διαφορές ξεσηκώνοντας τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις και κάποιες φορές να επιβάλλουν την προσωπική τους εξουσία (τυραννίδα). Οι περισσότεροι τύραννοι είχαν κακό τέλος, έστω και αν ορισμένοι από αυτούς αποδείχθηκαν ικανοί ηγέτες, όπως ο Πολυκράτης στη Σάμο, ο Περίανδρος στην Κόρινθο και ο Πεισίστρατος στην Αθήνα. Στην εξέλιξη της πολιτικής ζωής συνέβαλε και η δημιουργία της οπλικής φάλαγγας, στρατιωτικού σώματος στο οποίο ανήκαν οι πολίτες που αποκτούσαν την ιδιότητα του πολεμιστή και είχαν την οικονομική άνεση να εξοπλίζονται με δικά τους έξοδα. Η οπλική φάλαγγα οδήγησε στην ανάπτυξη της ιδέας της ισότητας και ως προς την άσκηση της εξουσίας. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, «όσο αύξανε η δύναμη της Ελλάδας, αύξανε ταυτόχρονα ο πλούτος της, πολύ περισσότερο από πριν, εγκαταστάθηκαν τυραννίδες στις περισσότερες πολιτείες –ενώ πριν υπήρχαν κληρονομικές βασιλείες με καθορισμένα προνόμια– και η Ελλάδα άρχισε να αναπτύσσει το ναυτικό της και να στρέφεται περισσότερο προς τη θάλασσα». Σε ορισμένες περιοχές, με την πτώση των τυραννικών καθεστώτων επιβλήθηκαν και πάλι ολιγαρχικά καθεστώτα, ενώ σε άλλες, όπως στην Αθήνα, έγιναν μεταρρυθμίσεις που άνοιξαν το δρόμο προς τη δημοκρατία (μεταρρύθμιση του Κλεισθένη). Στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος αναδείχθηκε η εκκλησία του δήμου, δηλαδή η συνέλευση όλων των ενήλικων κατοίκων που είχαν πολιτικά δικαιώματα. Σε όλους ήταν επιτρεπτό να εκφέρουν την άποψή τους (ισηγορία) και να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση και την ψήφιση των νόμων (ισονομία). Η ανάγκη να προφυλαχθεί η αυτονομία κάθε πόλης ευνόησε τον τοπικισμό και τον πατριωτισμό και υποδαύλισε τις συγκρούσεις μεταξύ των ελληνικών πόλεων. Οι Περσικοί Πόλεμοι Η ιωνική επανάσταση (499-494 π.Χ.) στην οποία προχώρησαν οι υποτελείς Έλληνες της Ιωνίας και η ατυχής έκβασή της επέτρεψαν στους Πέρσες, για τουλάχιστον μια εικοσαετία, να επιχειρήσουν εκστρατείες κατά της Ελλάδας τον 5ο αιώνα. Ως αφορμή χρησιμοποιήθηκε η βοήθεια που πρόσφεραν στην εξέγερση οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς, πραγματική όμως αιτία ήταν ο περσικός επεκτατισμός. Η αρχική προσπάθεια των Περσών, με αρχηγό τον Μαρδόνιο (492), κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία, αφού ο στόλος τους καταστράφηκε στο ακρωτήριο Άθω εξαιτίας σφοδρής θαλασσοταραχής. Ωστόσο, κατάφεραν να υποτάξουν τη Θράκη και τη Μακεδονία (492 π.Χ.). Η πρώτη τους σημαντική εκστρατεία, υπό την ηγεσία του Δάτη και του Αρταφέρνη, είχε ναυτικό χαρακτήρα και εκδηλώθηκε κατά της Αθήνας και της Ερέτριας. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στον Μαραθώνα το 490 π.Χ. με τους Αθηναίους και τους Πλαταιείς να παρατάσσουν 10.000 και 1.000 στρατιώτες αντίστοιχα, υπό την αρχηγία του Μιλτιάδη και με αποτέλεσμα την τελική συντριβή των Περσών. Οι Πέρσες, μετά από μια τελευταία προσπάθεια που έκαναν να αποβιβαστούν στο Φάληρο, εγκατέλειψαν την Ελλάδα και επέστρεψαν στη χώρα τους. Όμως, η μεγαλύτερη επιχείρηση κατά των Ελλήνων έγινε δέκα χρόνια αργότερα, από τον Ξέρξη, γιο του Δαρείου, ο οποίος και συγκέντρωσε τεράστιες χερσαίες και θαλάσσιες δυνάμεις με στόχο μια ολοκληρωτική, σαρωτική νίκη. Ο στρατός του πέρασε τον Ελλήσποντο και προχώρησε κατά μήκος των ακτών της Θράκης, ενώ ο στόλος τον συνόδευε από τη θάλασσα. Οι Έλληνες βλέποντας τη μεγάλη απειλή, συγκάλεσαν συνέδριο στην Κόρινθο (481 π.Χ.) και συγκρότησαν συμμαχία. Το φθινόπωρο του 480, οι Πέρσες αντιμετώπισαν τη σθεναρή αντίσταση του Λεωνίδα και ελάχιστων ανδρών στις Θερμοπύλες και οδηγήθηκαν σε μια μεγάλη αμφίρροπη ναυμαχία στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο. Οι Έλληνες υποχώρησαν προς τον Ισθμό της Κορίνθου, αλλά στη Σαλαμίνα, υπό την αρχηγία του Θεμιστοκλή, νίκησαν τους Πέρσες και ανάγκασαν τον Ξέρξη, με το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του, να τραπεί σε φυγή. Την επόμενη χρονιά, στις Πλαταιές δόθηκε το τελειωτικό χτύπημα σε όσους Πέρσες είχαν απομείνει σε ελληνικό έδαφος· ο Παυσανίας, με ενωμένες τις δυνάμεις των Ελλήνων, νίκησε τον Μαρδόνιο το 480-479 π.Χ. Ο πόλεμος ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες και η επικράτηση των πρώτων σφυρηλάτησαν την ιδέα της εθνικής ενότητας ανάμεσα στις πόλεις-κράτη, οι οποίες για πρώτη φορά είδαν, μέσα από τη συμμαχία τους, να διανοίγεται μια νέα προοπτική για την Ελλάδα. Οι συγκρούσεις με τους Πέρσες έθεσαν τα θεμέλια μιας κοινής εθνικής συνείδησης και, στην ουσία, αποτέλεσαν τους πρώτους «εθνικούς» πολέμους. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναφέρει ο Ηρόδοτος για την απάντηση που έδωσαν οι Αθηναίοι στους Σπαρτιάτες: «Υπάρχει και το ελληνικό έθνος από το ίδιο αίμα και με την ίδια γλώσσα μ’ εμάς, με το οποίο έχουμε κοινά ιερά των θεών και κοινές θυσίες και ήθη κοινά και δεν θα ήταν σωστό οι Αθηναίοι να γίνουν προδότες. Μάθετε, λοιπόν, τα εξής, αν δεν ξέρατε πριν: έστω και ένας μόνο Αθηναίος αν μείνει, ποτέ δεν θα συμβιβαστεί με τον Ξέρξη». Παράλληλα, όμως, οι κοινοί αγώνες άρχισαν να δημιουργούν την αίσθηση της συγγένειας: «… Κι αν υπερισχύσω των βαρβάρων στον πόλεμο», ανέφεραν στον όρκο τους οι Έλληνες πριν τη μάχη των Πλαταιών, «καμία από τις πόλεις που πολέμησαν για τη σωτηρία της Ελλάδος δεν θα καταστρέψω, αλλά θα κάνω φόρου υποτελείς όλες εκείνες που προτίμησαν το βάρβαρο, και από τα ιερά, όσα πυρπολήθηκαν και καταστράφηκαν από τους βαρβάρους, κανένα δεν θα ανοικοδομήσω εξ ολοκλήρου, αλλά θα τα αφήσω εγκαταλειμμένα ως υπενθύμιση της ασέβειας της βαρβαρικής για τους μεταγενέστερους» (Λυκούργος, Κατά Λεωκράτους). Κλασική περίοδος (480-323 π.Χ.) Το τέλος των Περσικών Πολέμων σηματοδότησε τη σπουδαιότερη περίοδο για την Αθήνα και την Ελλάδα, με αξιοθαύμαστα έργα σε όλους τους τομείς της τέχνης και της επιστήμης, τα οποία έθεσαν τα θεμέλια του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Εκείνη η περίοδος, που κράτησε έως το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ., ονομάζεται Κλασική. Μετά την επικράτηση των Ελλήνων κατά των Περσών, η Αθήνα, παρέμεινε κυρίαρχη δύναμη με ηγεμονικό ρόλο για πενήντα σχεδόν χρόνια, γεγονός που ενέτεινε το μίσος ανάμεσα σε αυτήν και την άλλη μεγάλη δύναμη της εποχής, τη Σπάρτη. Το αποτέλεσμα ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος που υποδαυλίστηκε από τους Πέρσες, κράτησε τριάντα περίπου χρόνια και χώρισε στα δύο τον ελληνικό κόσμο. Στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα, όμως, προέβαλε με ένταση το αίτημα της ένωσης όλων των Ελλήνων, στο οποίο ανταποκρίθηκε μια νέα δύναμη, η μακεδονική. Ο Φίλιππος Β΄ ανέλαβε την αρχηγία της συμμαχίας των ελληνικών πόλεων και ο Μέγας Αλέξανδρος επεξέτεινε τα όρια της από τη Θράκη έως την Ινδία. Η συμμαχία της Δήλου Μετά το τέλος των αγώνων κατά των Περσών, η Αθήνα κατάφερε να εκμεταλλευτεί τις συγκυρίες με τον καλύτερο τρόπο. Υπερτερούσε στον τομέα της κοινωνικής ζωής και διέθετε καλά οργανωμένες ένοπλες δυνάμεις, –άρα είχε το πλεονέκτημα να χαράσσει εξωτερική πολιτική–, σε αντίθεση με τη Σπάρτη, που αντιμετώπιζε ελλείψεις στο πολεμικό ναυτικό και τη μόνιμη απειλή που αντιπροσώπευαν οι είλωτες. Παρ’ όλα αυτά, ο στρατός των Αθηναίων, εκστρατεύοντας στην Αίγυπτο, προκειμένου να βοηθήσει τον Ίναρο που είχε εξεγερθεί κατά των Περσών, υπέστη δεινή ήττα (458–452 π.Χ.). Για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο των Περσών, η Αθήνα ίδρυσε την Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία (478/7 π.Χ.) με έδρα τη Δήλο, όπου συγκεντρώνονταν οι σύμμαχοι για να πάρουν αποφάσεις. Εκεί βρισκόταν το συμμαχικό ταμείο στο οποίο κατέβαλλαν φόρο σε καράβια ή χρήματα. Ο δημοκρατικός Θεμιστοκλής, αναλαμβάνοντας την αρχηγία του αθηναϊκού κράτους, επιδίωξε να το οχυρώσει –παρά την αντίθεση της Σπάρτης– κατασκευάζοντας τα Μακρά Τείχη, τα οποία είχαν μήκος πέντε χιλιόμετρα και συνέδεαν την Αθήνα με τον Πειραιά. Απώτερος στόχος ήταν, σε περίπτωση μακρόχρονης πολιορκίας, να μην αποκοπεί ο ανεφοδιασμός της πόλης από τη θάλασσα. Ο Αθηναίος ηγέτης θεωρούνταν ιδιόμορφος χαρακτήρας και φιλόδοξος, ήταν όμως άμεσος και αγαπητός στους πολίτες, με τους οποίους επικοινωνούσε προσφωνώντας πολλούς από αυτούς με το μικρό τους όνομα. Οι αντιθέσεις ανάμεσα σε δημοκρατικούς και αριστοκρατικούς οξύνονταν κατά περιόδους, ακόμη και για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Οι πρώτοι έβλεπαν τη Σπάρτη ως δυνάμει εχθρό, οι δεύτεροι θεωρούσαν μοναδική απειλή τους Πέρσες και ζητούσαν να τα βρουν με τους Πελοποννήσιους. Αποτέλεσμα των διαφορετικών αντιλήψεων ήταν να κατηγορηθεί ο αρχηγός των Αθηναίων για μηδισμό και να εξοστρακιστεί, το 471 π.Χ., κατηγορούμενος για προδοσία. Είχε προηγηθεί η αποστολή στην Αθήνα «τεκμηρίων» τα οποία βρήκαν οι Σπαρτιάτες στο σπίτι του Παυσανία και, υποτίθεται, αποκάλυπταν μυστικές επαφές του Θεμιστοκλή με τους Πέρσες. Υπό την ηγεμονία του, όπως διαφαίνεται από αρχαίες πηγές, η συμμετοχή ναυτών, εμποροβιοτεχνών και άλλων κατηγοριών πολιτών στην εκκλησία του δήμου αποκάλυπτε τον αυξημένο ρόλο τους στην κοινωνικο-πολιτική ζωή της πόλης. Στο μεταξύ, η Αθήνα επέβαλε τη δύναμή της στη συμμαχία και υπερασπίστηκε τα συμφέροντά της έστω και αν υπήρξαν ηγέτες της που ήθελαν τη συνεργασία της Σπάρτης και την ειρήνη, όπως ο Κίμων, εκπρόσωπος της αριστοκρατικής παράταξης και αρχιστράτηγος της συμμαχίας. Ο Αθηναίος ηγέτης, όμως, εξαιτίας της αποπομπής στρατιωτικής δύναμης τεσσάρων χιλιάδων Αθηναίων, που έσπευσε να βοηθήσει τη Σπάρτη στη διάρκεια εξέγερσης των ειλώτων της Μεσσηνίας (Γ΄ Μεσσηνιακός Πόλεμος, 464-455 π.Χ.), υπέστη πολιτική ήττα, την οποία ακολούθησε ο εξοστρακισμός του (461 π.Χ.). Στη θέση του ανέλαβε ο Εφιάλτης που ήταν αρχηγός των δημοκρατικών. Ο Κίμων, κατά τον Πλούταρχο, ήταν σπουδαίος πολεμιστής και ο πρώτος Έλληνας που προχώρησε με το στρατό του τόσο μακριά από τα σύνορα της χώρας. Δυστυχώς, όμως, αν και κατάφερε να νικήσει τον εχθρό, δεν τον συνέτριψε, αφήνοντας έτσι το έργο του ανολοκλήρωτο. Μετά τη δολοφονία του Εφιάλτη, ο Περικλής ανέλαβε την αρχηγία των δημοκρατικών, την οποία και διατήρησε για τριάντα χρόνια (461–429 π.Χ.). Ήταν ο απόλυτος άρχοντας – εκλεγόταν στρατηγός κάθε χρόνο έως το θάνατό του, με μοναδική εξαίρεση το 430 π.Χ. Ο Περικλής έθεσε ως στόχο της εξωτερικής του πολιτικής την αύξηση της επιρροής της Αθήνας σε ολόκληρη την Ελλάδα και τον περιορισμό του ρόλου της Σπάρτης. Γι’ αυτό και συμμάχησε με τα Μέγαρα, πολέμησε κατά της Αίγινας, των Βοιωτών και της ίδιας της Σπάρτης. Ηττήθηκε στην Τανάγρα το 457 π.Χ. · με τη νίκη του, όμως, στα Οινόφυτα επέβαλε την αθηναϊκή ηγεμονία. Αναμένοντας επίθεση των Σπαρτιατών, ολοκλήρωσε την κατασκευή των Μακρών Τειχών και επιδίωξε να οργανώσει το ναυτικό και να χρησιμοποιήσει τη συμμαχία της Δήλου ως μέσο επιβολής της Αθήνας. Στο μεταξύ, το γόητρο της Αθηναϊκής συμμαχίας είχε δεχτεί πλήγματα εξαιτίας της αλαζονικής στάσης των Αθηναίων, που μετέφεραν το ταμείο στην Ακρόπολη (454 π.Χ.), και των επεμβάσεων στις χώρες που αποστατούσαν. Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αθηναϊκή ναυτική συμμαχία γνώρισε δύο φάσεις. Η πρώτη, της Δήλου, είχε ως στόχο την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας και των νησιών του Αιγαίου από τους Πέρσες και κατέληξε στην κυριαρχία της Αθήνας σε σχεδόν τριακόσιες πόλεις. Η δεύτερη αφορούσε την πολιτική κυριαρχία της Αθήνας στο πλαίσιο της συμμαχίας. Στον αντίποδά της, η Πελοποννησιακή Συμμαχία, στην οποία είχαν ενταχθεί οι περισσότερες πόλεις της Πελοποννήσου και μερικές πόλεις της Στερεάς Ελλάδας, επέδειξε εκπληκτική σταθερότητα, αφού διατηρήθηκε για σχεδόν δύο αιώνες. Η Πελοποννησιακή Συμμαχία ήταν πολύ πιο χαλαρή από την Αθηναϊκή, η ένταξη σε αυτήν ήταν εθελοντική και οι συμμετέχοντες είχαν απόλυτη ισοτιμία. Σπάνια σημειώθηκαν επεμβάσεις της Σπάρτης ή άλλων ισχυρών πόλεων στα εσωτερικά των άλλων. Η επιστροφή του Κίμωνα (451 π.Χ.) σημαδεύτηκε από την Καλλίειο συνθήκη ειρήνης με τους Πέρσες (449 π.Χ.), που πήρε το όνομά της από τον Αθηναίο απεσταλμένο στα Σούσα. Με την υπογραφή της συνθήκης, οι Πέρσες παρείχαν ανεξαρτησία στις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, υποχρέωναν όμως την Αθήνα να παραιτηθεί από άλλες κατακτήσεις, γεγονός που σήμαινε το τέλος της αθηναϊκής επέκτασης και αφαιρούσε το περιεχόμενο από τη συμμαχία της Δήλου, η οποία είχε συσταθεί κατά των Περσών. Ο Περικλής, διάδοχος του Κίμωνα, θέλησε να κλείσει το εσωτερικό μέτωπο· γι’ αυτό, ανέλαβε πρωτοβουλία συμβιβασμού σε πανελλήνιο συνέδριο (448/7 π.Χ.), η οποία και απέτυχε εξαιτίας της αρνητικής στάσης που κράτησε η Σπάρτη. Όταν, όμως, το 446 π.Χ., επαναστάτησε η Εύβοια και ο αθηναϊκός στρατός την κατέλαβε, οι Σπαρτιάτες έκαναν τη δική τους παρέμβαση για να λήξει η σύγκρουση με τη συνθήκη τριακονταετούς ειρήνης (445 π.Χ., «τριακοντούτεις σπονδαί») την οποία έκλεισε ο Αθηναίος ηγέτης. Χωρίς τον κίνδυνο ξένης επιβουλής, ο Περικλής στράφηκε προς το εσωτερικό της χώρας του, προωθώντας τη δημιουργία μνημειακών έργων, όπως ο Παρθενώνας και τα Προπύλαια, με χρήματα που απέσπασε από το συμμαχικό ταμείο. Στη συνέχεια, επιδίωξε να ανοίξει νέες εμπορικές αγορές στη Δύση, συμμαχώντας με την Έγεστα, τους Λεοντίνους και το Ρήγιο και συμβάλλοντας, το 447-443 π.Χ., στην ίδρυση της αποικίας των Θουρίων στην Κάτω Ιταλία. Μάλιστα, ο Πειραιάς, εκείνη την περίοδο, εξελίχθηκε σε μεγάλο εμπορικό λιμάνι και το επίνειο της Αθήνας έγινε κέντρο ολόκληρης της Μεσογείου. Παράλληλα, γύρω στο 443 π.Χ., ο Περικλής προχώρησε σε εκστρατεία στον Εύξεινο Πόντο. Η παρουσία του Περικλή, γιου του Ξανθίππου και της Αγαρίστης από το γένος των Αλκμεωνιδών, στις παρυφές της εξουσίας συνέβαλε στη συνολική πρόοδο και οδήγησε στην πολιτική και πολιτιστική ανάπτυξη των Αθηνών, ώστε δίκαια να χαρακτηριστεί ο 5ος αιώνας ως «χρυσός αιώνας του Περικλή». Ο Αθηναίος ηγέτης διαπαιδαγωγήθηκε από τον Αναξαγόρα, τον Ζήνωνα και τον Πρωταγόρα και πέρασε στον πολιτικό βίο στα τριάντα του χρόνια. Βλέποντας ότι τα λαϊκά στρώματα δεν διέθεταν την κατάλληλη περιουσία ώστε να συμμετέχουν στα κοινά, καθιέρωσε τη χρηματική αποζημίωση στους κληρωτούς άρχοντες, τους βουλευτές και τους λαϊκούς δικαστές (τα μέλη της Ηλιαίας), αφαιρώντας αρμοδιότητες από τον Άρειο Πάγο. Επέβαλε δε την κοινωνική δικαιοσύνη με κρατικές επιχορηγήσεις προς τους ανάπηρους και τα ορφανά του πολέμου. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, «ο Περικλής πρώτος χορήγησε μισθό στους δικαστές για να συναγωνιστεί τον Κίμωνα, που ήταν πλούσιος και ξόδευε για το λαό». Δεν επέβαλε φορολογία, τουλάχιστον στους Αθηναίους, ορίζοντας με νόμο ότι πολίτες των Αθηνών ήταν μόνο εκείνοι των οποίων και οι δύο γονείς ήταν Αθηναίοι. Τα έσοδα του κράτους προέρχονταν από την έμμεση φορολογία που επιβαλλόταν στα εισαγόμενα και τα εξαγόμενα προϊόντα από τα αθηναϊκά λιμάνια, με πρώτο εκείνο του Πειραιά. Όμως, οι εγκατεστημένοι στην Αθήνα από άλλες περιοχές, πλήρωναν φόρο –το μετοίκιο (12 δραχμές το χρόνο για τους άνδρες και 6 για τις γυναίκες που είχαν εισοδήματα)– και, ασφαλώς, εισφορές κατέβαλαν επίσης οι συμμαχικές δυνάμεις. Κάποιες φορές, μάλιστα, κατέβαλλαν και έκτακτη φορολογία με τη μορφή πολεμικών αποζημιώσεων. Ο Περικλής θέσπισε, παράλληλα, τα θεωρικά, αντίτιμο εισόδου των Αθηναίων στο θέατρο που αποτελούσε χώρο παιδείας, και καθιέρωσε τις δαπάνες για την πολιτιστική ανάπτυξη. Βασική πηγή εσόδων αποτελούσε ο θεσμός της λειτουργίας, κατά τον οποίο οι πιο πλούσιοι δαπανούσαν χρήματα –υποχρεωτικά και με τιμητικό χαρακτήρα– για το στρατό και τις θρησκευτικές εκδηλώσεις. Οι πιο σπουδαίες έκτακτες εισφορές ήταν η χορηγία για τη διδασκαλία ενός έργου, η τριηραρχία, για τη συντήρηση και τον εξοπλισμό μιας τριήρης, η αρχιθεωρία για τα έξοδα της αποστολής σε πανελλήνιες γιορτές, η εστίαση για τα έξοδα δείπνου μιας φυλής σε θρησκευτικές γιορτές και η γυμνασιαρχία για την τέλεση αγώνων λαμπαδηδοδρομίας στα Παναθήναια. Ο Περικλής διέθετε κύρος, με το οποίο και αντιμετώπισε τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, εξοστρακίζοντας, το 443 π.Χ., για δέκα χρόνια τον εκπρόσωπό τους, Θουκυδίδη (δεν είχε καμία σχέση με τον ιστορικό). Χάρη στην ηρεμία που κατέκτησε, στράφηκε ακόμη περισσότερο προς τον πολιτισμό, σε μια περίοδο κατά την οποία στην Αθήνα ζούσαν οι μεγαλύτερες προσωπικότητες όλων των εποχών: ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης, ο Ηρόδοτος, ο Φειδίας, ο Λυσίας, ο Ιπποκράτης, ο Αριστοφάνης, ο Σωκράτης και ο Απολλόδωρος. ΄Ηταν ευέλικτος και έντιμος πολιτικός, λάτρης της τέχνης. Αρνιόταν την υποκρισία και τη δημαγωγία και εικάζεται –χωρίς να υπάρχουν αποδείξεις– ότι ήταν πολύ καλός ομιλητής, σε βαθμό να γοητεύει και να πείθει τα πλήθη. Εδραίωσε τη δημοκρατία στην Αθήνα, χωρίς σε καμία περίπτωση να αποδυναμώσει την κρατική συνοχή και αποτελεσματικότητα. Με τα δημόσια έργα κατόρθωσε να οχυρώσει αμυντικά την πόλη και να ωφελήσει το λαό. Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Περικλής προκάλεσε τον καταστροφικό Πελοποννησιακό Πόλεμο, είναι βέβαιο όμως ότι, συμμαχώντας με την Κέρκυρα, επιτάχυνε τη σύγκρουση με τη Σπάρτη, θεωρώντας την αναπότρεπτη. Όμως, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως είχε προβλέψει: αρχικά, η μετακίνηση των Αθηναίων από την ύπαιθρο στην πόλη αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολη, συσσωρεύτηκαν οικονομικά προβλήματα και άρχισαν να εξαντλούνται οι πόροι της συμμαχίας. Χρησιμοποιώντας προς όφελος της Αθήνας το συμμαχικό ταμείο, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των συμμάχων που σε καμία περίπτωση δεν μπόρεσε να την απαλύνει, αποτρέποντας τη σύμπλευση όλων των Ελλήνων. Βλέποντας ότι η συμμαχία έπνεε τα λοίσθια, επιχείρησε τον πόλεμο κατά της Σπάρτης, ο οποίος όμως αναίρεσε τα οφέλη από τη λήξη των Περσικών Πολέμων και οδήγησε την Αθήνα στην τελική της πτώση. Συμπερασματικά, θα μπορούσε να του αποδοθεί η αποδυνάμωση και η διάλυση της συμμαχίας. Την εποχή του λοιμού που έπληξε την Αθήνα το 430, ο Περικλής απέτυχε να εκλεγεί, κάτι που δεν επαναλήφθηκε τον επόμενο χρόνο. Μετά από λίγο καιρό, όμως, έπεσε και ο ίδιος θύμα της αρρώστιας. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δέχτηκε την έμμεση επίθεση των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων, με σωρεία δικών που εξαπολύθηκαν εναντίον του φίλων του, του Αναξαγόρα και του Φειδία και της αγαπημένης του Ασπασίας. Πελοποννησιακός Πόλεμος (431-404 π.Χ.) Οι διαφορές ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη, την Κόρινθο και τη Θήβα, αν και μεσολάβησε η υπογραφή της τριακονταετούς ειρήνης (445 π.Χ.), δεν εξαλείφθηκαν, με αποκορύφωμα την ανοιχτή ρήξη μεταξύ της Πελοποννησιακής και της Αθηναϊκής συμμαχίας. Αφορμές για το μακρύτερο σε διάρκεια και πιο αιματηρό πόλεμο μεταξύ ελληνικών πόλεων ήταν το σύμφωνο συμμαχίας των Αθηνών με την Κέρκυρα (433), η πολιορκία της αποικίας της Κορίνθου, Ποτίδαιας, από τους Αθηναίους και ο αποκλεισμός των Μεγαρέων από τις αγορές των πόλεων της Αθηναϊκής Συμμαχίας (432). Οι πραγματικές αιτίες, όμως, αυτής της εξοντωτικής για πολλές ελληνικές πόλεις σύγκρουσης (Πλαταιές, Μυτιλήνη, Μήλος κ.λπ.) εντοπίζονται στη φιλοδοξία των Αθηναίων να ηγηθούν ολόκληρης της Ελλάδας, στα διαφορετικά πολιτειακά συστήματα Αθήνας (δημοκρατία) και Σπάρτης (ολιγαρχία) και στο γεγονός ότι πίσω από τις δύο πόλεις-κράτη υπήρχαν δυο εντελώς διαφορετικές φυλές, οι Ίωνες και οι Δωριείς. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, πέρα από το ότι κατέστρεψε πόλεις (με την παράλληλη εσωτερική πολιτική και κοινωνική ένταση), άφησε πίσω του νεκρούς, επέτρεψε στους Πέρσες να αναμειχθούν στα εσωτερικά των Ελλήνων δίνοντας χρήματα άλλοτε στους μεν άλλοτε στους δε, επέφερε την ήττα των Αθηναίων, επέβαλε την Σπάρτη ως ηγεμονική δύναμη και τελικώς έκρινε την τύχη των πόλεων-κρατών. Ο πόλεμος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη και τον Ξενοφώντα, χωρίζεται σε τρεις περιόδους: τον Αρχιδάμειο ή Δεκαετή πόλεμο (431-421 π.Χ.), τη Σικελιανή εκστρατεία (415-413 π.Χ.) και το Δεκελειακό ή Ιωνικό πόλεμο (413-404 π.Χ.). Ο Αρχιδάμειος Πόλεμος δανείστηκε το όνομά του από το βασιλιά των Σπαρτιατών, Αρχίδαμο, που εισέβαλε στην Αττική το 431 π.Χ. και αντιμετωπίστηκε από τον Περικλή, ο οποίος τήρησε αμυντική στάση. Κατά το Δεκαετή Πόλεμο συνοπτικά συνέβησαν τα εξής: Καταπνίγηκε από τους Αθηναίους η εξέγερση των Μυτιληναίων (428- 427). Αιχμαλωτίστηκε τμήμα του σπαρτιατικού αγήματος στη Σφακτηρία, από τον Κλέωνα (425). Έγιναν επιχειρήσεις στη Χαλκιδική και καταλήφθηκε η Αμφίπολη από το Σπαρτιάτη Βρασίδα (424). Το 421 συνήφθη η Νικίειος ειρήνη, που φέρει το όνομα του Αθηναίου πολιτικού και αρχηγού της συντηρητικής παράταξης, Νικία. Ο Αλκιβιάδης όμως, προτρέποντας τους Μαντινείς να βαδίσουν κατά της Σπάρτης, έβαλε τέλος στη συνθήκη. Το 418 π.Χ., οι Σπαρτιάτες νίκησαν τους Αθηναίους και τους Μαντινείς στη Μαντίνεια και δύο χρόνια αργότερα οι Αθηναίοι κατέλαβαν την ουδέτερη Μήλο και φέρθηκαν στους κατοίκους της ιδιαίτερα σκληρά. Στη συνέχεια επιχείρησαν εκστρατεία στη Σικελία (415-413), με τραγικά αποτελέσματα: σκοτώθηκαν χιλιάδες στρατιώτες, μεταξύ των οποίων οι στρατηγοί Νικίας και Λάμαχος. Κατά το Δεκελειακό πόλεμο, η Σπάρτη εισέβαλε στην Αττική και χρησιμοποίησε ως ορμητήριο τη Δεκέλεια. Η Αθήνα εγκαταλείφθηκε από τους συμμάχους της και η Σπάρτη δημιούργησε ισχυρό στόλο με περσικά χρήματα. Το 411 καταλύθηκε η αθηναϊκή δημοκρατία, αλλά ο στόλος της, υπό τον Αλκιβιάδη, νίκησε τους Σπαρτιάτες στην Κύζικο το 410, αλλάζοντας τα δεδομένα. Ακολούθησαν νέες νίκες των Αθηνών σε Μίλητο, Άβυδο, Κύζικο και Αργινούσες, η απόρριψη ειρηνευτικών προτάσεων της Σπάρτης, αλλά και οι ήττες των Αθηνών στους Αιγός Ποταμούς, οπότε και καταστράφηκε ολόκληρος ο στόλος τους, με συνέπεια να καταρρεύσει η ναυτική τους ηγεμονία. Το 404, η Αθήνα αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει άνευ όρων. Για άλλη μια φορά, καταλύθηκε η δημοκρατία και ο Λύσανδρος επέβαλε το ολιγαρχικό καθεστώς των Τριάκοντα Τυράννων. Οι Πέρσες κατάφεραν, ακόμη και μετά το τέλος των συγκρούσεων, να δημιουργήσουν αντισπαρτιατικό μέτωπο με τη Θήβα, την Αθήνα, την Κόρινθο και το ΄Αργος και να υποκινήσουν άλλο έναν πόλεμο, το Βοιωτικό ή Κορινθιακό (395- 386 π.Χ.), πριν επιβάλουν μια ταπεινωτική για τον ελληνισμό ειρήνη, τη Βασίλειο ή Ανταλκίδειο. Κατ’ αυτήν, οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας και η Κύπρος παραδόθηκαν στους Πέρσες, διακηρύχτηκε η αυτονομία των ελληνικών πόλεων, με εξαίρεση τα νησιά Ίμβρο, Λήμνο και Σκύρο, που παρέμειναν στους Αθηναίους, και ορίστηκαν ως τοποτηρητές της κυρίως Ελλάδας οι Σπαρτιάτες. Την ηγεμονία της Σπάρτης αμφισβήτησε για μικρό χρονικό διάστημα η Θήβα, με δυο σημαντικές μάχες στα Λεύκτρα (371 π.Χ.) και στη Μαντίνεια (362 π.Χ.), που καθόρισαν την άνοδο και την πτώση της θηβαϊκής ηγεμονίας. Η ιδέα, όμως, την ένωσης όλων των Ελλήνων (η πανελλήνια ιδέα) εξακολουθούσε να εμπνέει. Ο ρητοροδιδάσκαλος Ισοκράτης στον «Πανηγυρικό» του λόγο (380 π.Χ.), ζήτησε να αναλάβει η Αθήνα την ανασύσταση της συμμαχίας και, όταν αυτό φαινόταν ανέφικτο, εξέφρασε την άποψη ότι μόνο ένας ισχυρός μονάρχης θα μπορούσε να ενώσει την Ελλάδα στον αγώνα της εναντίον των Περσών. Η πανελλήνια ιδέα είχε διατυπωθεί από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. στην Ολυμπία, από το σοφιστή Γοργία. Σε αυτό το αίτημα ήρθε να απαντήσει ο Φίλιππος Β΄, ο οποίος εδραίωσε τη θέση του στο εσωτερικό της Μακεδονίας και ισχυροποίησε τη χώρα του, πριν θέσει ως σκοπό του την επέκταση της εξουσίας του. Την περίοδο που άρχισε να διαφαίνεται ο ηγεμονικός ρόλος των Μακεδόνων, οι ελληνικές πόλεις αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και εσωτερικές εντάσεις εξαιτίας της διαμάχης μεταξύ αριστοκρατικών και δημοκρατικών. Παράλληλα, η εκστρατεία στην Ανατολή, με μεγάλη πολιτική και οικονομική σημασία –οι εδαφικές κατακτήσεις και η έξοδος στο Αιγαίο αποτέλεσαν προϋπόθεση για την ακμή της Μακεδονίας– υποβοηθήθηκε από την κρίση που είχε ξεσπάσει εντός της μοναρχίας των Αχαιμενιδών και την αστάθεια του περσικού κράτους. Η μοναρχία, που διαμορφώθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. επί Κύρου και Δαρείου Α΄, βασιζόταν στην υποταγή των ασιατικών λαών και σε μια στατική οικονομία που αδυνατούσε να αξιοποιήσει τις τεράστιες εκτάσεις της Ανατολής. Ο Φίλιππος Β΄ και η ένωση των Ελλήνων Ο Φίλιππος Β΄ δημιούργησε ισχυρή οικονομία καταλαμβάνοντας τα ορυχεία χρυσού του Παγγαίου και κόβοντας νόμισμα, τους χρυσούς στατήρες. Το κύριο, όμως, μέλημα του Φιλίππου ήταν να δημιουργήσει ισχυρό στρατό χρησιμοποιώντας ως κορμό τη μακεδονική φάλαγγα, που παρατασσόταν σε βάθος 16 σειρών και χρησιμοποιούσε τη σάρισα, μακρύ δόρυ μήκους 6 μέτρων. Αντιμετώπισε με επιτυχία τις επιδρομές των Ιλλυριών και των Παιόνων και προχώρησε σε ξένα εδάφη, τα οποία χάριζε ως εκτάσεις γης στους στρατιώτες του. Οι στρατιωτικές του κινήσεις πραγματοποιήθηκαν σε δύο στάδια. Η πρώτη ξεκίνησε από τη Χαλκιδική και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, και κατέληξε στις δυτικές ακτές του Εύξεινου Πόντου. Η δεύτερη έγινε με επεμβάσεις στη Θεσσαλία και τη νότια Ελλάδα, και με αφορμή «προβλήματα» του μαντείου των Δελφών. Ως ηγέτης των ελληνικών πόλεων, καθιερώθηκε μετά τη νίκη του στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.), όταν αντιμετώπισε τις συνασπισμένες δυνάμεις της Θήβας και της Αθήνας και στην ουσία τις ενέταξε στην τροχιά των μακεδονικών συμφερόντων. Στη μάχη συμμετείχε και ο δεκαοκτάχρονος τότε Αλέξανδρος, που επέδειξε εξαιρετικές ικανότητες διοικώντας την αριστερή πτέρυγα του μακεδονικού ιππικού. Ο δρόμος για την ένωση των Ελλήνων είχε ανοίξει. Σε συνέδριο, το 337 π.Χ., στην Κόρινθο, η πανελλήνια ένωση που οραματίστηκε ο Γοργίας έγινε πραγματικότητα με την ίδρυση πανελλήνιας συμμαχίας (από την οποία απουσίαζε μόνο η Σπάρτη) με ισόβιο αρχηγό τον Φίλιππο Β΄. Στο συνέδριο απαγορεύτηκαν οι συγκρούσεις ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις και η βίαιη αλλαγή των καθεστώτων τους, προστατεύτηκε η ελεύθερη ναυσιπλοΐα και καταδικάστηκε η πειρατεία. Βεβαίως, μετά τους ελληνο-περσικούς πολέμους, η επιρροή που ασκούσε ο ελληνικός πολιτισμός στη Μακεδονία ήταν ιδιαίτερα μεγάλος, ιδίως τον 4ο αιώνα π.Χ., με μορφωμένους Έλληνες να διορίζονται στη μακεδονική αυλή της Πέλλας. Από την άλλη, στην κυρίως Ελλάδα υπήρχαν φιλομακεδονικά κόμματα, τις αντιλήψεις των οποίων εξέφρασε και ο Ισοκράτης. Το οικουμενικό κράτος του Αλεξάνδρου Σε διάστημα έντεκα χρόνων (334-325 π.Χ.), ξεκινώντας από την Πέλλα, ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε την Ανατολή φτάνοντας μέχρι τον Ινδό ποταμό. Πολλές είναι οι μαρτυρίες των αρχαίων πηγών για τη ζωή και το χαρακτήρα του· οι πιο πολλές, όμως, μπλέκονται με το μύθο και τη φαντασία των συγγραφέων τους, σε βαθμό να είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνει κανείς ανάμεσά τους ποιες είναι οι περισσότερο αξιόπιστες. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι είχε τροφούς του την Ιακίνη και την αδελφή του Φιλώτα, Λανίκη, και παιδαγωγό τον Λεωνίδα από την Ακαρνανία, που αργότερα τον συνόδευε στις εκστρατείες του. Ασφαλώς, όμως, σημαντικότατο ρόλο στην εκπαίδευσή του έπαιξε ο Αριστοτέλης (343- 340 π.Χ.). Απέκτησε πάθος για τη γνώση, λάτρεψε την ποίηση και την ιστορία – λέγεται ότι μελετούσε Αισχύλο, Σοφοκλή και Ευριπίδη, ακόμη και στις εκστρατείες του. Μάλιστα, δεν αποχωριζόταν ποτέ την Ιλιάδα, στην οποία είχε βρει το πρότυπό του: τη μορφή του Αχιλλέα. Μητέρα του ήταν η Ολυμπιάδα, μια αρκετά σκληρή και δεσποτική γυναίκα, που βρήκε βίαιο θάνατο εξαιτίας των παρεμβάσεών της στην κρατική μηχανή και των δολοπλοκιών της. Πιθανώς, σε αυτήν να οφείλεται και ο χαρακτήρας του Αλεξάνδρου, που ήταν γενναιόδωρος αλλά και πολύ δύστροπος και σκληρός με τους αντιπάλους του. Ήταν ανδρείος, αποφασιστικός, επίμονος, με σπάνια σωματική δύναμη, που του επέτρεψε να γυμνάσει τον άγριο, ανυπότακτο Βουκεφάλα. Από τα δεκάξι του έδειξε ενδιαφέρον για τη διοίκηση του κράτους· όταν δε ο πατέρας του έλειπε σε εκστρατεία, κατέπνιξε εξέγερση θρακικών φύλων. Το 336 π.Χ., όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, ανέβηκε στο θρόνο έχοντας να αντιμετωπίσει εσωτερικές διενέξεις που αφορούσαν την κατάληψη της εξουσίας, την εξέγερση Θρακών και Τριβαλλών και τον αναβρασμό που επικράτησε για ένα διάστημα μεταξύ των ελληνικών πόλεων οι οποίες ζητούσαν την αυτονομία τους. Η εκπληκτική ικανότητα που διέθετε στην οργάνωση του στρατού και η ευφυής τακτική του στη διάρκεια των μαχών φάνηκαν την άνοιξη του 335 π.Χ. στην εκστρατεία του κατά των Τριβαλλών. Οι τελευταίοι, εγκατεστημένοι στη σημερινή βόρεια Βουλγαρία, απειλούσαν τη Μακεδονία, όπως και από νοτιοδυτικά οι Ιλλυριοί. Ο Αλέξανδρος έφτασε στον Αίμο μέσα σε δέκα ημέρες, συνέτριψε τους Τριβαλλούς, πέρασε σε μια νύχτα το Δούναβη και κατά την επιστροφή του αντιμετώπισε νικηφόρα τους Ιλλυριούς. Στο μεταξύ, επειδή οι φήμες τον ήθελαν νεκρό, οι Θηβαίοι με την ενίσχυση των Αθηναίων, κατά την προτροπή του Δημοσθένη, είχαν πολιορκήσει τη μακεδονική φρουρά. Ο Μέγας Αλέξανδρος πέρασε από τη Θεσσαλία με εκπληκτική ταχύτητα, εισέβαλε στη Βοιωτία και έφτασε στη Θήβα, που αρνήθηκε να παραδοθεί, με συνέπεια να την ισοπεδώσει, με εξαίρεση το σπίτι του Πινδάρου (φθινόπωρο του 335). Στη συνέχεια, επέστρεψε στη Μακεδονία και άρχισε τις προετοιμασίες για τον πόλεμο κατά των Περσών: ήταν μόλις είκοσι δύο ετών. Κατά την πρώτη φάση της εκστρατείας του, οδήγησε τα στρατεύματά του στη Μικρά Ασία και εξασφάλισε την εύνοια των ελληνικών πόλεων, τις οποίες ανακήρυξε αυτόνομες και ελεύθερες. Η πρώτη μάχη έγινε στον ποταμό Γρανικό (Μάιος του 334) και έληξε με ήττα των Περσών. Από τα πρώτα λάφυρα που έστειλε στην Αθήνα ήταν 300 πανοπλίες, αφιέρωμα στην Αθηνά με την επιγραφή: «Αλέξανδρος ο Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων». Να σημειώσουμε ότι ο στρατός του υστερούσε αριθμητικά του περσικού, αλλά σύμφωνα με την άποψη του ίδιου του Αλεξάνδρου, υπερτερούσε στην πειθαρχία, την εκπαίδευση και στον εξοπλισμό. Από την άλλη πλευρά, οι Πέρσες, εκτός από τους ικανότατους ΄Ελληνες μισθοφόρους που διέθεταν στις τάξεις τους, με αρχηγό το στρατηγό του Δαρείου, Ρόδιο Μέμνονα, διατηρούσαν και πολυάριθμες μονάδες πεζικού από σατραπείες χωρίς στρατιωτική εκπαίδευση και πειθαρχία. Μετά το Γρανικό, ο Αλέξανδρος κατευθύνθηκε προς τις Σάρδεις, και συγκέντρωσε το στρατό του στο Γόρδιο, στο Σαγγάριο ποταμό, όπου σύμφωνα με την παράδοση έκοψε με το σπαθί του το γόρδιο δεσμό. Διέσχισε τις πόλεις Κιλικία, Ταρσό, Μυρίανθο, Βαβυλώνα, αλλά η μάχη ανάμεσα στους δύο στρατούς, που έκρινε την κυριαρχία της Ασίας, έγινε στην Ισσό το 333 π.Χ. Ο Δαρείος, μάλιστα, αναγκάστηκε να υποχωρήσει εγκαταλείποντας την οικογένειά του, την οποία, σύμφωνα με τον Αρριανό στο έργο του Αλεξάνδρου Ανάβασις, ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε με απόλυτο σεβασμό. Στη συνέχεια κατέλαβε τη Φοινίκη και την Παλαιστίνη (333-332 π.Χ.) και στράφηκε προς την Αίγυπτο, θέλοντας να απομονώσει την Περσία από τη Μεσόγειο. Εκεί οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν ως απελευθερωτή και τον αναγόρευσαν φαραώ. (Ο προσανατολισμός του, από την αρχή της εκστρατείας του κατά των Περσών, ήταν να αποσπάσει την επιδοκιμασία της Αιγύπτου, που επιθυμούσε να αυτονομηθεί από τους Αχαιμενίδες, να τη μετατρέψει σε ορμητήριό του, αλλά και να εξολοθρεύσει τους οκτώ χιλιάδες Έλληνες μισθοφόρους που είχαν καταφύγει εκεί). Στο Δέλτα του Νείλου, ίδρυσε την Αλεξάνδρεια (331 π.Χ.), που μετατράπηκε στο μεγαλύτερο εμπορικό και πνευματικό κέντρο της Μεσογείου, και έφτασε στο μαντείο του ΄Αμμωνα, όπου, σε ηλικία 24 ετών, ονομάστηκε από τους ιερείς «υιός του Άμμωνος» και ανακηρύχτηκε νόμιμος διάδοχος των φαραώ. Χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπιζε τους εχθρούς του, αλλά και της εμπιστοσύνης που είχε στον εαυτό του, είναι η καταγραφή από τον Αρριανό (Αλεξάνδρου Ανάβασις ΙΙ) ενός περιστατικού με τον Δαρείο. Ο τελευταίος, και ενώ ο Αλέξανδρος πολιορκούσε την Τύρο, έστειλε πρέσβεις για να του διαμηνύσουν ότι θα του έδινε δέκα χιλιάδες τάλαντα για την απελευθέρωση της μητέρας, της γυναίκας και των παιδιών του· ακόμη, ότι του παραχωρούσε τη χώρα από τον Ευφράτη έως το Αιγαίο και ότι θα τον αναγνώριζε ως φίλο και σύμμαχο αν παντρευόταν την κόρη του. Ο Αλέξανδρος τού απάντησε ότι δεν είχε ανάγκη τα χρήματά του, ούτε να δεχτεί μέρος της χώρας του αντί ολόκληρης. Κι αν ήθελε να παντρευτεί την κόρη του, μπορούσε να το κάνει χωρίς τη συγκατάθεσή του. Τέλος, του ζήτησε, αν ήθελε να τον αντιμετωπίσει ως φίλος, να παρουσιαστεί ο ίδιος μπροστά του. Κατά τη δεύτερη φάση (331-327 π.Χ.), προχώρησε προς τη Μεσοποταμία και, αφού νίκησε τον περσικό στρατό υπό τον Δαρείο Γ΄, άρχισε να καταλαμβάνει τη μία μετά την άλλη τις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας. Η πορεία του κατέληξε στις άκρες της Περσικής Αυτοκρατορίας, όπου και ίδρυσε την Αλεξάνδρεια την Εσχάτη και στην οποία παρέμεινε για δύο περίπου χρόνια. Στις προθέσεις του ήταν να κυριαρχήσει στην Ασία δημιουργώντας ένα τεράστιο κράτος και για το σκοπό αυτό περιόρισε το ενδιαφέρον του για τη Μακεδονία και τις ελληνικές πόλεις. Για να το πετύχει, όμως, έπρεπε να εξασφαλίσει την υποστήριξη της περσικής άρχουσας τάξης, αλλά και να δείξει ότι σέβεται τις τοπικές παραδόσεις και συνήθειες. Κατά συνέπεια, αντικατέστησε πολλούς Μακεδόνες στρατηγούς με Πέρσες και άρχισε να ντύνεται σαν Πέρσης, να κοιμάται με ανατολίτισσες και να καθιερώνει ανατολίτικα εθιμοτυπικά όπως τη γονυκλισία, το χειροφίλημα και τη λατρεία προς το πρόσωπό του. Στα Σούσα παντρεύτηκε τη Στάτειρα, κόρη του Δαρείου (μετά τη διάλυση του κράτους του) και προέτρεψε τους άνδρες του να κάνουν το ίδιο με άλλες Περσίδες. Με τη στάση του δημιούργησε ένα νοσηρό κλίμα αμφιβολιών, του οποίου τελικώς έπεσε θύμα και ο ίδιος, θανατώνοντας θαυμάσιους στρατηγούς και φίλους του, όπως ήταν ο Παρμενίων, ο Φιλώτας και ο Κλείτος. Απ’ ό,τι φαίνεται, επηρεάστηκε από την κολακεία ανθρώπων που τον περιέβαλλαν και το θαυμασμό που του επιδείκνυαν με κάθε ευκαιρία («αλεξανδροκόλακες»), ώστε να αλλάξει συμπεριφορά και να αρνηθεί τη «συμβατικότητα» των συμπολεμιστών του. Κατά την τρίτη φάση (327-325 π.Χ.) και σε ηλικία 30 ετών, εκστράτευσε στην ινδική χερσόνησο με στόχο να φτάσει στα πέρατα του κόσμου, αφού εκείνη την εποχή πίστευαν ότι αυτά βρίσκονταν στην Ινδία. Τελικώς, έφτασε μέχρι τον Υδάσπη ποταμό (326 π.Χ.), όπου σημείωσε μία από τις λαμπρότερες νίκες του κατά του ηγεμόνα της Ινδικής, Πώρου (Μάιος-Ιούνιος 326), και ίδρυσε τις πόλεις Νίκαια και Βουκεφάλα, προς τιμήν του αλόγου του που πέθανε εκεί. Όμως, η πορεία του προς τον Γάγγη διακόπηκε από τους άνδρες του, που αντέδρασαν στα σχέδιά του, κουρασμένοι από την αδιάκοπη πορεία και τις μάχες. Η φιλοδοξία του δεν του είχε επιτρέψει να προβλέψει τη στάση τους απέναντι στις ανυπέρβλητες δυσκολίες που δημιουργούσαν οι τεράστιες αποστάσεις, το ακατάλληλο έδαφος και το κακό κλίμα. Τότε, ο Αλέξανδρος έκτισε βωμούς, πρόσφερε θυσίες, τέλεσε αγώνες και διέταξε την επιστροφή. Την άνοιξη του 323 π.Χ., πέθανε σε ηλικία μόλις 33 ετών στη Βαβυλώνα, την οποία είχε ανακηρύξει πρωτεύουσά του και στην οποία είχαν καταφτάσει πρέσβεις από όλες τις χώρες του τότε κόσμου. Ο θάνατός του διέκοψε την πολεμική προετοιμασία για έναν περίπλου της Αραβίας, με σκοπό, στη συνέχεια, να βαδίσει προς τη δυτική λεκάνη της Μεσογείου. Ο Μέγας Αλέξανδρος βασίλευσε από το 336 μέχρι το 323 π.Χ., αλλά το έργο του άφησε πίσω του ανεξίτηλα ίχνη. Επέτρεψε στο ελληνικό στοιχείο να απλωθεί μέχρι τα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου, να διαδοθεί ο ελληνικός πολιτισμός και να εξελληνιστεί η Ανατολή, η οποία με τη σειρά της επηρέασε τον ελληνικό κόσμο. Εξαιτίας της παρουσίας στο στρατό του φιλοσόφων και ερευνητών (μηχανικών, ιστορικών, φυσιοδιφών, καλλιτεχνών), αλλά και του σεβασμού που επέδειξε απέναντι στους άλλους πολιτισμούς, η εκστρατεία του είχε για πολλούς το χαρακτήρα της ένοπλης εξερεύνησης. Σε αυτό συνηγορεί και η δημιουργία νέων πόλεων εκ μέρους του. Κατά τον Πλούταρχο, ο μεγάλος ηγεμόνας ίδρυσε εβδομήντα Αλεξάνδρειες, πολλές από τις οποίες αναπτύχθηκαν σε σπουδαία εμπορικά και πνευματικά κέντρα. Μάλιστα, με διαταγή του, ο Ευμένης κατέγραφε το ημερολόγιο της εκστρατείας στις λεγόμενες Εφημερίδες, που όμως κάηκαν σε πυρκαγιά του 325 π.Χ. Έδειξε τις αδιαφιλονίκητες ικανότητές του στον πόλεμο επιφέροντας, σε άγνωστα πεδία μάχης, πλήγματα και στους πιο έμπειρους στρατιωτικούς. Έδειξε, όμως, και ιδιαίτερη ευφυΐα στην οργάνωση ολόκληρων περιοχών από τη Θράκη έως την Ινδία, εμφορούμενος από την ιδέα της ανάμειξης-συγχώνευσης του ελληνικού με τον ασιατικό κόσμο και στην ένωσή τους υπό ισχυρή διοίκηση. Αποδέχτηκε τις ιδιαιτερότητες των περιοχών που κατακτούσε, τις συνήθειες, τις παραδόσεις, τον τρόπο οργάνωσης και διοίκησης και διατήρησε το θεσμό των σατραπειών, αναθέτοντας τη διοίκησή τους σε Έλληνες ή Πέρσες ηγεμόνες. Σε ό,τι αφορά την οικονομία, βασίστηκε στη νομισματική και δημιούργησε τη φορολογική περιφέρεια με περισσότερες από μία σατραπείες, μετατρέποντας τους θησαυρούς σε χρυσό νόμισμα. Με αυτό τον τρόπο πέτυχε τη δημιουργία ενός ευρύτατου ενιαίου πολιτιστικού χώρου και οικονομικού, νομισματικού συστήματος. Για την ελληνικότητα της βασιλικής οικογένειας της Μακεδονίας, που έχει κατά καιρούς αμφισβητηθεί, έχουν γραφτεί πολλά. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ένα περιστατικό που συνέβη κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων στην Ολυμπία. Ο Αλέξανδρος Α΄ (498- 454 π.Χ.), παππούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, θέλησε να πάρει μέρος σε αυτούς, αλλά οι αντίπαλοί του υποστήριξαν ότι ήταν βάρβαρος. Τότε τους απέδειξε ότι ήταν απόγονος του βασιλικού γένους των Τημενιδών του Άργους, γι’ αυτό και κρίθηκε Έλληνας και του επιτράπηκε να αγωνιστεί στο δρόμο του ενός σταδίου, τερματίζοντας πρώτος μαζί με έναν άλλον αθλητή. Από τους διάφορους μύθους που αφορούσαν την προσωπικότητα, τη ζωή και τη δράση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δημιουργήθηκε ένα είδος μυθιστορηματικής βιογραφίας του, η λεγόμενη του Ψευδοκαλλισθένη, που γνώρισε τεράστια διάδοση και μεταφράστηκε ευρύτατα. Στη συνέχεια διασκευάστηκε, για να καταλήξει από τον 3ο αι. μ.Χ., στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στη Φυλλάδα του Μεγ’ Αλέξανδρου, που πρωτοτυπώθηκε το 17ο αιώνα στα ελληνικά τυπογραφεία της Βενετίας, με τίτλο «Ιστορία Αλεξάνδρου του Μακεδόνος. Βίος, πόλεμοι και θάνατος αυτού». ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (323-30 π.Χ.) Η εποχή που ξεκινάει από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) και τελειώνει με τη ναυμαχία του Ακτίου και την κατάληψη της Αιγύπτου από τους Ρωμαίους (31-30 π.Χ.) ονομάζεται Ελληνιστική. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, το ελληνικό στοιχείο ξεπέρασε το σκόπελο της Περσικής Αυτοκρατορίας, θεματοφύλακα ενός μακραίωνου, ανταγωνιστικού πολιτισμού ως ισχυρό εμπόδιο στη διείσδυσή του στην Ασία, και εξαπλώθηκε σε ευρύτερο χώρο. Ο Μέγας Αλέξανδρος κατάφερε να προβάλει τις ελληνικές πολιτιστικές αξίες δίχως να καταστρέψει εκείνες του ανατολικού κόσμου. Οραματίστηκε το σμίξιμο των δύο πολιτισμών με μοναδικό τρόπο, άφησε πίσω του μια τεράστια πνευματική κληρονομιά και επέβαλε ως κοινή γλώσσα την ελληνική, επιτρέποντας την υπερπήδηση των φραγμών που προέβαλαν οι διαφορετικές διάλεκτοι. Ο πλούτος της εποχής γίνεται εμφανής και στην απαρίθμηση δημιουργών διαφορετικής εθνικότητας, όπως ήταν ο Βαβυλώνιος Βηρωσσός, ο Αιγύπτιος Μανέθων και ο Ρωμαίος Φάβιος Πίκτωρ, που έγραψαν τα έργα τους στην ελληνική. Με τον πρόωρο θάνατο του μεγάλου στρατηλάτη, το έργο του έμεινε ημιτελές. Το αχανές κράτος του διαιρέθηκε σε μικρότερα βασίλεια, απόρροια των αλλεπάλληλων συγκρούσεων και των μακροχρόνιων πολέμων μεταξύ των διαδόχων του. Με τα νέα βασίλεια που ιδρύθηκαν από τον ίδιο ή τους διαδόχους του (Αλεξάνδρεια, Σελεύκεια, Αντιόχεια, Πέργαμος κ.λπ.), το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε από την ηπειρωτική Ελλάδα στην Ανατολή, με τον ελλαδικό χώρο, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και κατά τη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων, να παραμένει στο περιθώριο των διεθνών εξελίξεων ως μια απλή επαρχία, ακόμη και μετά τον κατακερματισμό του μακεδονικού κράτους. Οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ο ξαφνικός θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου δημιούργησε προβλήματα διαδοχής, επειδή δεν υπήρχε ούτε νόμιμος ούτε και ικανός διάδοχος. Υπήρχαν ασφαλώς οι πιο στενοί του συνεργάτες: ο Περδίκκας, ο Λεοννάτος, ο Πτολεμαίος, ο Λυσίμαχος, ο Πείθων και ο Αριστόνους, καθώς επίσης ο Πευκέστας, που είχε ήδη πάρει τη σατραπεία της Περσίδας και πιθανώς είχε αντικατασταθεί από τον Αρριδαίο (Αρραβαίος). Διάδοχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν υπήρχε, παρά μόνο ο Ηρακλής, γιος της Βαρσίνης, η οποία ζούσε στην Πέργαμο και ποτέ δεν είχε αναγνωριστεί ως σύζυγός του. Ο στρατηλάτης είχε παντρευτεί τη Ρωξάνη και τη Στάτειρα· η πρώτη, μάλιστα, θα γεννούσε τρεις μήνες αργότερα. Αρχικά το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με την εκλογή του ετεροθαλή (από άλλη μητέρα) αδελφού του, Αρριδαίου, νόθου γιου του Φιλίππου και κάποιας Θεσσαλής χορεύτριας, η οποία ζούσε στη Βαβυλώνα. Όταν το πεζικό τον ανακήρυξε βασιλιά –έστω και αν θεωρούνταν καθυστερημένος– ξέσπασε η αντίδραση του ιππικού. Λέγεται ότι, με αφορμή την απαίτηση να δοθούν τα βασιλικά εμβλήματα στον Αρριδαίο, ξέσπασε συμπλοκή στις αίθουσες όπου κείτονταν ακόμη νεκρός ο Μέγας Αλέξανδρος. Τελικώς, οι ιππείς υποχώρησαν υπό τον όρο ότι αν η Ρωξάνη γεννούσε γιο, ο Αρριδαίος θα γινόταν συμβασιλιάς του. Σύντομα η εξουσία πέρασε στον ανίκανο να κυβερνήσει ετεροθαλή αδελφό και το γιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αλέξανδρο Δ΄, ο οποίος δεν κατόρθωσε ποτέ να διεκδικήσει δυναμικά την εξουσία. Οι συγκρούσεις των διαδόχων και ο κατακερματισμός του κράτους Δυστυχώς, οι φιλοδοξίες των στρατηγών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς και η εμφανής έλλειψη κεντρικής εξουσίας, απέδειξαν πως η λύση του προβλήματος της διαδοχής δεν ήταν μόνιμη. Οι συγκρούσεις που ξέσπασαν οδήγησαν στον κατακερματισμό της αυτοκρατορίας σε μικρότερα βασίλεια και συνεχίστηκαν μεταξύ των ηγεμόνων των ελληνιστικών βασιλείων έως την απόλυτη σταθεροποίηση της εξουσίας τους. Για είκοσι ολόκληρα χρόνια, οι στρατοί των διαδόχων μετακινούνταν από βασίλειο σε βασίλειο, στρατολογώντας μισθοφόρους και παρασύροντας πολίτες υπό τη σημαία του «ελευθερωτή των ελληνικών πόλεων». Εξάντλησαν τα οικονομικά αποθέματα της αυτοκρατορίας μέχρι να κατασταλάξουν σε κάποιες μόνιμες εστίες του ελληνισμού που λειτούργησαν για χρόνια ως κατάλοιπα του μεγάλου μακεδονικού κράτους και ανατροφοδότες άλλων πολιτισμών. Η ανάγκη της παρουσίας ενός ικανού άνδρα στις παρυφές της εξουσίας αμέσως μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου οδήγησε στην εκλογή του Περδίκκα ως αντιβασιλιά του κράτους που θα μοιραζόταν την εξουσία με άλλους στρατηγούς. Χιλίαρχος έγινε ο Κρατερός. Την Αίγυπτο, μία από τις πιο σημαντικές διοικήσεις της επικράτειας που ενσωμάτωνε τη Λιβύη και την Αραβία, εκτός από την κυρίως χώρα του Νείλου, την ανέλαβαν ο Πτολεμαίος, γιος του Λάγου, και ο ύπαρχός του, ο Κλεομένης. Τη Συρία, με τη ζώνη ανάμεσα στον Ευφράτη και στα παράλια, όπου βρίσκονταν και οι φοινικικές ηγεμονίες, την ανέλαβε ο Λαομέδων του Λαρίχου, Αμφιπολίτης, γεννημένος στη Μυτιλήνη. Την Κιλικία, με ξεχωριστή στρατιωτική σημασία αφού δέσποζε στη μεθόριο των ανατολικών περιοχών με αυτές της δυτικής Ασίας, την ανέλαβε ο ταξίαρχος Φιλώτας. Τη Μεγάλη Φρυγία ανέλαβε ο Αντίγονος του Φιλίππου, της παλιάς γενιάς Μακεδόνων στρατηγών, και τη Φρυγία στον Ελλήσποντο, απ΄ όπου περνούσε ο μεγάλος δρόμος Ασίας-Ευρώπης, ο Λεοννάτος. Τη Θράκη ανέλαβε ένας από τους πιο θαρραλέους αξιωματούχους του μακεδονικού στρατού, ο Λυσίμαχος. Τέλος, ο Αντίπατρος, τον οποίο ο Μέγας Αλέξανδρος είχε καταστήσει αντιβασιλέα της Ελλάδας, ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Μακεδονίας και της νότιας Ελλάδας. Πολύ γρήγορα στην αυτοκρατορία εμφανίστηκαν διασπαστικές τάσεις, οι οποίες εξελίχθηκαν σε εξεγέρσεις, απελευθερωτικούς αγώνες και συγκρούσεις. Οι ασιατικοί λαοί μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου Οι ασιατικοί λαοί, μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεν στασίασαν, όχι τόσο εξαιτίας των όπλων της μακεδονικής διοίκησης και της πειθαρχίας, όσο γιατί επικράτησε σταθερότητα σε ολόκληρη την Ασία. Αντίδραση υπήρξε από την πλευρά των Ελλήνων εποίκων (που είχαν απομείνει από την εκστρατεία στον Ώξο), οι οποίοι ήθελαν να επιστρέψουν. Περίπου 20.000 πεζοί και 3.000 ιππείς, χωρίς το φόβο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και με αρχηγό τον Φίλωνα τον Αινιάνα, εγκατέλειψαν τις μονάδες τους και με τα όπλα τους βάδισαν προς τη Δύση. Εναντίον τους βάδισε ο σατράπης της Μηδίας, Πείθωνας, και τους ανάγκασε να συνθηκολογήσουν. Όμως, οι Μακεδόνες, για να μη χάσουν τα πλούσια λάφυρα των στασιαστών, σύμφωνα με τον Διόδωρο, επιτέθηκαν στους άοπλους και τους κατέσφαξαν. Η αναγγελία θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Αθήνα Τόσο ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όσο και οι μακροχρόνιοι πόλεμοι μεταξύ των διαδόχων, συνέβαλαν στην ενίσχυση του αντιμακεδονικού πνεύματος στην Ελλάδα. Την αρχή έκαναν οι Αθηναίοι μαζί με τους Αιτωλούς, και ακολούθησαν κι άλλες πόλεις. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο πρώτος που ανήγγειλε το θάνατο του μεγάλου στρατηλάτη στην Αθήνα ήταν ο Ασκληπιάδης, γιος του Ιππάρχου. Όμως, ο Δημάδης, ισχυριζόμενος πως εάν πράγματι είχε συμβεί αυτό «ολόκληρη η οικουμένη θα μύριζε από το νεκρό», προκάλεσε την οργή του κόσμου. Αρκετοί ανέβηκαν στο βήμα και φώναξαν πως ο Ασκληπιάδης λέει την αλήθεια. Τότε, το λόγο πήρε ο Φωκίων: «Άρα πεθαμένος θα είναι και αύριο και μεθαύριο. Έτσι, μπορούμε να αποφασίσουμε με μεγαλύτερη ησυχία και ασφάλεια». Για να αποφύγουν τις βιαστικές κινήσεις, να προετοιμαστούν για κάθε ενδεχόμενο και να ξεγελάσουν τον Αντίπατρο ώστε να μην κινηθεί εναντίον τους, έστειλαν 50 τάλαντα στον Λεωσθένη με τη διαταγή να φτιάξει μισθοφορικό στρατό και να τον οπλίσει με όπλα από τις δημόσιες αποθήκες. Του διαμήνυσαν δε ότι, μόλις σιγουρευτούν για το θάνατο το Αλεξάνδρου, θα κηρύξουν επανάσταση. Ο Λεωσθένης προσέλαβε 8.000 έμπειρους πολεμιστές και συνεννοήθηκε κρυφά με τους Αιτωλούς, από τους οποίους έλαβε την υπόσχεση να στείλουν, αν χρειαστεί, 7.000 στρατιώτες. Ωστόσο, τα νέα από την Ασία είχαν αρχίσει να καταφτάνουν και σε ολόκληρη τη μακεδονική επικράτεια. Από τη Βαβυλώνα, τις πόλεις της Μικράς Ασίας και τη Ρόδο είχε εκδιωχτεί η μακεδονική φρουρά. Υποκινητές του αντιμακεδονικού μετώπου ήταν οι Αθηναίοι ρήτορες Υπερείδης και Δημοσθένης, που παρέσυραν το λαό και άρχισαν να κυνηγούν και να καταδικάζουν όλους τους «μακεδονίζοντες». Ο Λεωσθένης προχώρησε με τους Αιτωλούς προς τις Θερμοπύλες, παράλληλα με Αθηναίους πρέσβεις που ταξίδευαν από πόλη σε πόλη και ζητούσαν τη σύσταση αντιμακεδονικής συμμαχίας. Η Λοκρίδα και η Φωκίδα συμμάχησαν μαζί τους. Ο Αντίπατρος, με 13.000 πεζούς και 600 ιππείς, βάδισε κατά της Θεσσαλίας αφήνοντας το στρατηγό Σίππα στη Μακεδονία. Στη μάχη, κατά τον Πλούταρχο, ο Αντίπατρος αναγκάστηκε να υποχωρήσει, γεγονός που ενθουσίασε το αντιμακεδονικό μέτωπο και έδωσε την αφορμή ώστε ολόκληρη η Θεσσαλία να επαναστατήσει και, με 2.000 ιππείς, να προσχωρήσει στους συμμάχους. Η μάχη της Λαμίας Στην τελική μάχη στη Λαμία και ενώ ο Λεωσθένης είχε «στριμώξει» τον Μακεδόνα, χτυπήθηκε στο κεφάλι και μετά από τρεις ημέρες πέθανε. Ακολούθησαν ναυμαχίες και προετοιμασία ακόμη μεγαλύτερου στόλου από τους Αθηναίους. Στο μεταξύ, στις αρχές καλοκαιριού του 322, ο Κρατερός έφτασε από την Ασία με 10.000 παλαίμαχους, ενώθηκε με τον Αντίπατρο και κατέλαβε τη Θεσσαλία. Τότε, πολλές πόλεις ζήτησαν να συνθηκολογήσουν με τους Μακεδόνες, μεταξύ των οποίων και η Αθήνα. Ο Αντίπατρος ζήτησε να του παραδώσουν τους ρήτορες, αίτημα που δεν έγινε αποδεκτό. Σύντομα οι Μακεδόνες κατάφεραν να επικρατήσουν, με αποτέλεσμα το ολιγαρχικό καθεστώς να αντικαταστήσει το δημοκρατικό πολίτευμα στην Αθήνα και οι Αθηναίοι να πληρώσουν χρηματική αποζημίωση. Ο όρος που επιβλήθηκε, και όριζε ότι μόνο όσοι είχαν περιουσία μεγαλύτερη από 2.000 δραχμές θα θεωρούνταν πολίτες, σύμφωνα με τον Διόδωρο, απέκλεισε πολλούς ακτήμονες και οικονομικά ασθενέστερες τάξεις από την άσκηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Ο κίνδυνος μιας αναταραχής ώθησε τους Μακεδόνες να τους προτείνουν να μετεγκατασταθούν στη Θράκη. ΄Ετσι, οι Αθηναίοι μειώθηκαν στους 9.000 κατοίκους. Ο Υπερείδης δολοφονήθηκε, ενώ ο Δημοσθένης, προκειμένου να αποφύγει την ατίμωση, αυτοκτόνησε. Πολλοί μέτοχοι στον αντιμακεδονικό αγώνα από άλλες συμμαχικές πόλεις δολοφονήθηκαν ή εξορίστηκαν από τον Ταίναρο έως την Ακροκεραύνια. Τέλος, επιβλήθηκε η παρουσία μακεδονικών φρουρών σε ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο. Οι μόνοι που συνέχισαν να αντιστέκονται ήταν οι Αιτωλοί, οι οποίοι και απέσπασαν μια πολύ ευνοϊκή ειρήνη. Ανακατανομή της εξουσίας στο Τριπαράδεισο Ο αντιβασιλιάς Περδίκκας προερχόταν από την ανώτερη τάξη· ήταν εύστροφος, σκληρός και έμπειρος στρατιωτικός, όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να υποκαταστήσει την ηγεμονική φυσιογνωμία του Αλεξάνδρου: να κρατήσει ενωμένη την αυτοκρατορία και να χτυπήσει από τη ρίζα της τη φιλοδοξία, τις ραδιουργίες και τον ανταγωνισμό των επιγόνων. Φυσική συνέπεια ήταν, δύο χρόνια μετά το τέλος του Αλεξάνδρου, να δολοφονηθεί από τους ίδιους τους ιππείς του (321 π.Χ.) και να γίνει νέα αναδιανομή των βασιλείων. Στα τρία χρόνια από την εκλογή του ως επιμελητή του νεαρού βασιλιά, δεν κατάφερε να εδραιώσει την ενότητα του μακεδονικού κράτους και να θεμελιώσει τη μονοκρατορία του, τυφλωμένος από εγωισμό που τον έκανε άδικο και δεσποτικό. Η νέα κατανομή εξουσίας, που έγινε στο Τριπαράδεισο, ανέδειξε αντιβασιλιά τον Αντίπατρο, γενικό διοικητή του στρατού τον Αντίγονο και κυβερνήτες της Βαβυλωνίας και της Αιγύπτου τον Σέλευκο και τον Πτολεμαίο. Με τη νέα κατανομή, η βασιλεία επανήλθε στα ευρωπαϊκά εδάφη από την Ασία, στην οποία είχε μεταφέρει το κέντρο της ο Μέγας Αλέξανδρος. Η ελληνιστική Μακεδονία έχασε τα χαρακτηριστικά που της επέτρεψαν να υπερπηδήσει τα εμπόδια των διαφορετικών πολιτισμών και γλωσσών, καθώς και την ικανότητα να διοικεί τα εδάφη της αυτοκρατορίας. Οι προσμείξεις των διαφορετικών πολιτισμών, οι μεγάλες συγκρούσεις και στην ουσία η αποσύνθεση του ενιαίου βασιλείου έθεσαν τις βάσεις για πολλαπλούς μετασχηματισμούς και «νέα σχήματα». Οι Μακεδόνες ηγέτες, για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, βάλθηκαν να αποδυναμώσουν πρώτα το δικό τους μακεδονικό κράτος. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των μεταλλάξεων ήταν, τελικώς, να δημιουργηθούν νέα βασίλεια με τις δικές τους εθνότητες και έναν πολιτισμό που διατηρούσε τα δικά του χαρακτηριστικά. Φωκίων και Δημάδης στην Αθήνα Στο μεταξύ, η Αθήνα παρέμενε η πηγή από την οποία το μακεδονικό κράτος αντλούσε εξαγώγιμο προς την Ασία πολιτισμό ή απλώς άλλη μια στρατιωτική βάση. Την άλλοτε κραταιά πόλη διοικούσαν οι φίλοι των Μακεδόνων, Φωκίων και Δημάδης. Διαφορετικοί μεταξύ τους, επιδίωκαν να θεμελιώσουν τη δική τους αντίληψη για τη διακυβέρνησή της. Ο Φωκίων ήταν ήσυχος και έντιμος, αρνιόταν να δεχτεί δώρα από βασιλιάδες και στρατηγούς, απομάκρυνε τα ανήσυχα πνεύματα από τα κοινά και φρόντιζε να στρέφει τους Αθηναίους προς τη γεωργία και την αγροτική ζωή. Ο Δημάδης ήταν φιλόδοξος και δολοπλόκος, με κινήσεις που στόχευαν στην προώθηση των δικών του σχεδίων και συμφερόντων. Ο Αντίπατρος τους θεωρούσε και τους δύο φίλους του και, κατά τον Πλούταρχο, συνήθιζε να λέει ότι τον έναν δεν κατάφερνε να τον πείσει να πάρει κάτι, ενώ τον άλλον δεν μπορούσε να τον χορτάσει όσα και αν του έδινε. Στο μεταξύ, οι Αθηναίοι ζήτησαν τη μεσολάβηση του Φωκίωνα για να απομακρυνθεί η μακεδονική φρουρά· αυτός, όμως, το μόνο που πέτυχε ήταν να μειώσει τις εισφορές και να αυξήσει την προθεσμία εξόφλησής τους. Από την πλευρά του, ο Δημάδης μαζί με το γιο του, Δημέα, θέλοντας να αποδείξει την επιρροή του στον Αντίπατρο, τον επισκέφτηκε, στα τέλη του 320 π.Χ., στη Μακεδονία. Δυστυχώς, όμως, στα χαρτιά του Περδίκκα ο Αντίπατρος είχε βρει γράμματα του Δημάδη, μέσω των οποίων ζητούσε την επέμβαση του επιμελητή του διαδόχου, ώστε να ελευθερωθούν οι ΄Ελληνες που «κρέμονταν από παλιό και σάπιο σχοινί». Διέταξε, λοιπόν να τους δέσουν και ο γιος του, ο Κάσσανδρος, είπε να σκοτώσουν πρώτα τον Δημέα στην αγκαλιά του πατέρα του και μετά τον ίδιο. Ο Αντίπατρος δεν έζησε και πολύ μετά το θάνατο του Δημάδη. Νιώθοντας να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του, κάλεσε κοντά του τον Κάσσανδρο από την Ασία και του ανέθεσε μέρος των καθηκόντων του. Αν και είχε σημαντικά προτερήματα, δεν κατάφερε να καλύψει το μεγάλο κενό από την απώλεια του Αλεξάνδρου. Επειδή οι Μακεδόνες μισούσαν το γιο του, κυρίως εξαιτίας της σκληρότητάς του, παρέδωσε την εξουσία στον Πολυπέρχοντα, ικανό στρατηγό αγαπητό στο λαό και το στρατό. Παρότρυνε δε, σύμφωνα με τον Διόδωρο, τον ίδιο και τον Κάσσανδρο να μην αφήσουν την εξουσία να περάσει στα χέρια των γυναικών της βασιλικής οικογένειας. Ο Αντίπατρος πέθανε στις αρχές του 319, σε ηλικία 80 ετών, και μολονότι είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση δείχνοντας εγκράτεια και συγχωρώντας τους στρατηγούς που είχαν στραφεί εναντίον του στην εκστρατεία της Αιγύπτου, όρισε με «παράτυπο» τρόπο το διάδοχό του, δίνοντας τροφή, για άλλη μια φορά, στη μάχη της διαδοχής. Οι γυναίκες του μακεδονικού βασιλείου Απ’ ό,τι φαίνεται, σημαντικό ρόλο στις συγκρούσεις έπαιξαν και οι γυναίκες του μακεδονικού βασιλείου, η Ευρυδίκη που έστηνε σκευωρίες ιδίως μετά το θάνατο του άνδρα της, Αντιπάτρου, η μητέρα του Αλεξάνδρου, η Ολυμπιάδα, που κλήθηκε από την Ήπειρο στη Μακεδονία, και η Ρωξάνη, κόρη της Κλεοπάτρας, που κατέφυγε στην Ήπειρο για να σώσει το μικρό Αλέξανδρο από τις ραδιουργίες. Μάλιστα, κατά τον Αθήναιο, η Ολυμπιάδα και η Ευρυδίκη ήρθαν αντιμέτωπες, με το στρατό της η καθεμία, στη σημερινή Οχρίδα, στα βόρεια της Ηπείρου. Αρκετοί από τους Μακεδόνες εγκατέλειψαν τη δεύτερη –αφού δεν μπορούσαν να πολεμήσουν κατά της μητέρας του μεγάλου τους βασιλιά– και προσχώρησαν στο στρατό της πρώτης. Η Ευρυδίκη το έσκασε μαζί με τον Φίλιππο τον Αρριδαίο στην Αμφίπολη, αλλά συνελήφθη. Η Ολυμπιάδα θέλησε να εκδικηθεί τις προσβολές που δέχτηκε από τον Αντίπατρο, που την είχε αναγκάσει να φύγει στην Ήπειρο, είχε σύρει την κόρη της, Κλεοπάτρα, στο δικαστήριο με στόχο να την καταδικάσει σε θάνατο και είχε οπλίσει με δηλητήριο το γιο του, Ιόλλα, που σύμφωνα με όσα διαδίδονταν είχε δολοφονήσει τον Αλέξανδρο. Έτσι, διέταξε να απομονώσουν την Ευρυδίκη και τον Αρριδαίο και να τους δίνουν από ένα μικρό φεγγίτη λίγη τροφή, όση χρειαζόταν ώστε να αργοπεθάνουν από την πείνα. Το 311 π.Χ., ο δωδεκάχρονος τότε Αλέξανδρος είχε γίνει βασιλιάς, αλλά έως ότου ενηλικιωθεί βρισκόταν υπό την επιμέλεια του Κασσάνδρου. Ο επιμελητής, από το 316, φυλάκισε τη Ρωξάνη και το γιο της στην Αμφίπολη, όπου και διέταξε (311 π.Χ.) να σφαγιαστούν. Οι έριδες στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας συνεχίστηκαν έως ότου ο Αντίγονος, που κατείχε τη Μικρά Ασία, την Ελλάδα και τη Συρία, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας (306 π.Χ.) παραχωρώντας αργότερα τον ίδιο τίτλο στο γιο του, Δημήτριο τον Πολιορκητή. Πολύ σύντομα, οι διάδοχοι συμμάχησαν και η τύχη της αυτοκρατορίας κρίθηκε το 301 π.Χ., στη μάχη που έγινε στην Ιψό της Φρυγίας, όπου ο Αντίγονος ηττήθηκε και σκοτώθηκε. Απόρροια αυτής της ήττας ήταν η δημιουργία τεσσάρων βασιλείων: της Αιγύπτου με τον Πτολεμαίο, της Συρίας με τον Σέλευκο, της Μακεδονίας με τον Κάσσανδρο και της Θράκης με τον Λυσίμαχο. Έτσι, βασιλιάδες έγιναν οι στρατηγοί-νικητές, οι οποίοι και μοιράστηκαν τα εδάφη της αυτοκρατορίας. Οι συγκρούσεις, βέβαια, δεν σταμάτησαν. Σημαντικότεροι αντίπαλοι υπήρξαν ο Λυσίμαχος και ο Σέλευκος, μέχρι τη μάχη στο Κουροπέδιο της Λυδίας (281 π.Χ.) και το θάνατο του πρώτου. Τα εδάφη διανεμήθηκαν μεταξύ του Σελεύκου και του Κασσάνδρου, ενώ ιδρύθηκε ακόμη ένα βασίλειο με κέντρο την Πέργαμο, δίνοντας το έναυσμα για να ιδρυθούν και άλλα. Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Α΄ του Σωτήρα το 283 π.Χ., του Λυσιμάχου το 281 π.Χ. και του Σελεύκου το 280 π.Χ., δεν απέμεινε κανένας από τους συντρόφους του Αλεξάνδρου που μαζί του είχαν κατορθώσει να επιβάλουν τη μακεδονική κυριαρχία από τη Θράκη έως την Ινδία. Τα τέσσερα βασίλεια, Μακεδονία, Αίγυπτος, Συρία και Πέργαμος, επέζησαν αρκετά έως ότου αποτέλεσαν τμήματα μιας νέας μεγάλης αυτοκρατορίας, της Ρωμαϊκής. ΤΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ Ο Μέγας Αλέξανδρος δημιούργησε μια νέου τύπου βασιλεία, την προσωπική, την οποία εξακολούθησαν να ασκούν στην Ανατολή και οι διάδοχοί του. Στην παγίωση αυτού του τύπου της εξουσίας συντέλεσαν οι τιμές και οι τίτλοι που δίνονταν αφειδώς στον Αλέξανδρο, όπως ο τίτλος του φαραώ που του προσφέρθηκε από τους κατακτημένους Αιγύπτιους. Τα σημαντικότερα βασίλεια στο χώρο της Ανατολής ήταν της Αιγύπτου και της Συρίας, τα οποία κυβερνήθηκαν από τους Πτολεμαίους και τους Σελευκίδες αντίστοιχα. Το βασίλειο της Αιγύπτου Το βασίλειο της Αιγύπτου ιδρύθηκε από το στρατηγό του Αλεξάνδρου, Πτολεμαίο, και σε αυτό υπαγόταν και η Κύπρος, ναυτική της βάση. Στο βασίλειο συνυπήρχαν Αιγύπτιοι και διάφορες άλλες εθνικές ομάδες. Η Αίγυπτος κυβερνήθηκε από τους Πτολεμαίους για τρεις συνεχόμενους αιώνες, διατηρώντας το παλαιό διοικητικό σύστημα των φαραώ. Οι ηγέτες της φρόντισαν ώστε τις διοικητικές θέσεις να τις κατέχουν Έλληνες και τις υπόλοιπες της κρατικής μηχανής οι γηγενείς. Η εξουσία τους στηρίχτηκε στο στρατό και το στόλο, ενώ η οικονομική ανάπτυξη –που ανέδειξε την Αλεξάνδρεια στο μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της Μεσογείου– βασίστηκε στο οργανωμένο εμπόριο και στη φορολόγησή του. Οι Πτολεμαίοι φρόντισαν να αναπτύξουν ακόμη περισσότερο τον πολιτισμό, ενθαρρύνοντας την παρουσία λογίων. Όμως, από το 2ο αι. π.Χ. στο βασίλειο της Αιγύπτου σημειώθηκαν αρκετές εξεγέρσεις, ενώ δέχτηκε και εξωτερικές επιθέσεις· άρχισε σταδιακά να εξασθενεί, με τελική έκβαση την παράδοσή του, το 31 π.Χ., στα χέρια των Ρωμαίων. Το βασίλειο της Συρίας Το βασίλειο της Συρίας ιδρύθηκε από τον ισχυρότερο στρατηγό του Αλεξάνδρου, τον Σέλευκο· είχε μεγάλη έκταση και πυρήνας του ήταν η ευρύτερη περιοχή της Συρίας. Οι Σελευκίδες διατηρούσαν τη συνοχή του κράτους πότε με τον ισχυρό στρατό τους και πότε με την ίδρυση πόλεων. Το βασίλειό τους αναδείχθηκε σε μεγαλύτερη δύναμη της περιοχής, μια και είχε πλούσια οικονομία, στηριζόμενη στη γεωργία και στο εμπόριο, και θεωρήθηκε συνέχεια της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφού είχε τα ίδια σύνορα. Όσον αφορά το διοικητικό σύστημα, οι Σελευκίδες ακολούθησαν την πολιτική της Περσικής Αυτοκρατορίας: τη δημιουργία των σατραπειών. Όμως, από τις αρχές του 2ου αι. π.Χ., το κράτος άρχισε να παρουσιάζει τα πρώτα δείγματα παρακμής. Τα βασίλεια του ελλαδικού χώρου, οι πόλεις-κράτη και οι συμπολιτείες Στην ηπειρωτική Ελλάδα οι ελληνιστικοί χρόνοι σημαδεύτηκαν από δύο σημαντικά γεγονότα: τους αγώνες κατά των Γαλατών, που τερματίστηκαν όταν ο Αντίγονος κατάφερε να τους εκδιώξει το 277 π.Χ., και την αναβίωση του κράτους της Ηπείρου, η οποία όμως ανακόπηκε το 272 π.Χ., αμέσως μετά το θάνατο του βασιλιά της, Πύρρου. Σημαντικό ρόλο συνέχισε να παίζει το βασίλειο της Μακεδονίας, στο οποίο, όπως και σε εκείνο της Ηπείρου, ο βασιλιάς εκλεγόταν από το στρατό –ακόμη και στην περίπτωση που η βασιλεία ήταν κληρονομική–, έθιμο που διατηρήθηκε σε όλα τα ελληνικά φύλα της αρχαιότητας τα οποία δεν οργανώθηκαν σε πόλεις-κράτη. Βασίλειο της Μακεδονίας Το βασίλειο της Μακεδονίας ήταν οργανωμένο σε φυλετική βάση και διακρινόταν για την ενιαία πολιτισμική του ταυτότητα. Τα ορυχεία και οι δασικές εκτάσεις ανήκαν στο βασιλιά, που τις παραχωρούσε σε ευγενείς, ως δωρεά με ανακλητό όμως χαρακτήρα. Ακόμη, πλήθος μικροί και μεσαίοι καλλιεργητές αποτελούσαν το μακεδονικό στρατό. Τα μεγάλα γαιοκτήματα είχαν ανατεθεί προς καλλιέργεια σε ελεύθερους μισθωτούς ή δούλους. Το βασίλειο ταλαιπωρήθηκε κατά κύριο λόγο από δύο παράγοντες: την έλλειψη ισχυρής εξουσίας, με την παράλληλη επιδρομή των Γαλατών, και την εμμονή των βασιλιάδων, από το 2ο αι. π.Χ., να επιβληθούν στη νότια Ελλάδα, γεγονός που εξασθένησε και το μακεδονικό κράτος και τις υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις. Βασίλειο της Ηπείρου Το βασίλειο της Ηπείρου κατοικήθηκε ως επί το πλείστον από Δωριείς που δεν εξελίχθηκαν πολιτιστικά ή κοινωνικά, με αποτέλεσμα να μείνει στην αφάνεια μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους. Επί Φιλίππου και Αλεξάνδρου, παρέμεινε υποτελές στους Μακεδόνες. Το πιο ισχυρό φύλο ήταν οι Μολοσσοί, από τους οποίους καταγόταν η Ολυμπιάδα, η μητέρα του Αλεξάνδρου. Οι Μολοσσοί καθιέρωσαν μια διαφορετική μορφή διακυβέρνησης, με τη βασιλική εξουσία να περιορίζεται σε έναν ανώτατο άρχοντα, ο οποίος εκπροσωπούσε το λαό. Ο βασιλιάς και ο λαός συγκεντρώνονταν μια φορά το χρόνο στην Πασσαρώνα –πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο–, ώστε να ανταλλάξουν όρκους πίστης για τη σωστή και δίκαιη διακυβέρνηση. Ο Πύρρος, ικανός και σπουδαίος βασιλιάς της, κατάφερε να αναδείξει την Ήπειρο σε σημαντικότατη δύναμη. Φιλοδοξία του, που όμως δεν πραγματοποιήθηκε, ήταν να δημιουργήσει κράτος ανάλογης ισχύος με εκείνο του Αλεξάνδρου και να υποτάξει τη Μακεδονία και τη νότια Ελλάδα. Στην προσπάθειά του να κυριαρχήσει στη Δύση και να καθυποτάξει την Πελοπόννησο, εξάντλησε και αποδυνάμωσε το στρατό του. Το 272 π.Χ., πέθανε άδοξα σε μάχη στην περιοχή του Άργους. Αθήνα, Σπάρτη, Ρόδος Συνοπτικά, η απόλυτη μοναρχία που επιβλήθηκε σε ολόκληρη τη μακεδονική επικράτεια και ο ανταγωνισμός μεταξύ των ηγεμόνων δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη και εξέλιξη των πόλεων-κρατών που περιήλθαν σε παρακμή. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις-κράτη απορροφήθηκαν από τα ελληνιστικά βασίλεια, άλλες διατήρησαν την εσωτερική τους οργάνωση (Σπάρτη, Ρόδος, Δήλος κ.ά.), ενώ κάποιες άλλες δημιούργησαν συμπολιτείες, δηλαδή κράτη ομοσπονδιακά, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κράτησαν η Αιτωλική –στα πρότυπα της αρχαίας συμπολιτείας– και η Αχαϊκή Συμπολιτεία, καρποί του αντιμακεδονικού πνεύματος. Η ειρήνη του 311 π.Χ. και η ελευθερία των ελληνικών πολιτειών δεν απέφερε και την πλήρη αυτονομία τους, αφού ήταν περικυκλωμένες από πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν ταραγμένα, με την παρουσία ξένων στρατηγών, με λεηλασίες, πολιτικά και παραταξιακά πάθη. Σε καλύτερη κατάσταση βρίσκονταν οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, της Θράκης και του Πόντου, όπως επίσης η Ρόδος, η Κύζικος και το Βυζάντιο, που απέκτησαν κοινοτική αυτονομία ή εξασφάλισαν ουδετερότητα η οποία τους επέτρεψε να αναπτυχθούν εμπορικά. Η Μεγάλη Ελλάδα ευτύχησε να έχει στην ηγεμονική θέση την πλούσια πόλη του Τάραντα, προσφέροντας ασφάλεια και ανάπτυξη ακόμη και στις πιο μικρές πόλεις. Στην Ελλάδα, όμως, και ιδίως στην Πελοπόννησο, υπήρξε πλήρης πολιτικός και οικονομικός μαρασμός. Στην Αθήνα, ο Κάσσανδρος διόρισε τύραννο τον Δημήτριο Φαληρέα (317-307 π.Χ.) και στη συνέχεια τον Δημήτριο Πολιορκητή. Η Αθήνα, για άλλη μια φορά, ξεσηκώθηκε κατά του Αντιγόνου Γονατά, υπό την ηγεσία του στωικού φιλόσοφου Χρεμωνίδη. Όμως, η κατάληξη ήταν ίδια με εκείνη του παρελθόντος. Ο Αντίγονος νίκησε την Αθήνα, που είχε συνασπιστεί και με άλλες πόλεις, και ανάγκασε τον Χρεμωνίδη να καταφύγει στην Αυλή των Πτολεμαίων. Η Σπάρτη, ακολουθώντας πολιτική απομόνωσης κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., αντιμετώπισε σοβαρότατη κοινωνική κρίση, από την οποία προσπάθησε να ανακάμψει με αναδασμό της γης και διαγραφή των χρεών των πολιτών, που είχαν αρχίσει να την εγκαταλείπουν. Από τους 700 ελεύθερους πολίτες, μόνο οι εκατό διατηρούσαν γεωργικό κλήρο. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, «ο πλούτος δεν άργησε να συγκεντρωθεί στα χέρια των λίγων και στην πόλη έπεσε η φτώχεια, με αποτέλεσμα την παραμέληση αγαθών επιδιώξεων και την υποδούλωση του φρονήματος, παράλληλα με την ένταση της ζήλιας και του μίσους εναντίον των πλουσίων». Ο βασιλιάς της, Άγις Δ΄ (244 π.Χ.), προσπάθησε να αντιμετωπίσει το κοινωνικό πρόβλημα της Σπάρτης με μεταρρυθμίσεις, αναβαθμίζοντας τους περίοικους σε πολίτες. Όμως, η ισχυρή αντίδραση των πλουσίων ματαίωσε τα σχέδιά του και οδήγησε στη δολοφονία του. Το ίδιο προσπάθησε να πράξει ο Κλεομένης Γ΄, αλλά με αργούς ρυθμούς και ελεγχόμενες αλλαγές, που είχαν μάλιστα αντίκτυπο και στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, όπου οι κατώτερες τάξεις αντιμετώπιζαν ανάλογες καταστάσεις. Ο στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, μπροστά στον κίνδυνο των εξεγέρσεων, ζήτησε τη βοήθεια της Μακεδονίας, η οποία και νίκησε τον Κλεομένη στη Σελλασία και εγκατέστησε φρουρά στη Σπάρτη. Οι εξεγέρσεις, όμως, δεν αποτράπηκαν· ανέλαβε την εξουσία ο Νάβις, γόνος βασιλικής οικογένειας (206 π.Χ.), ο οποίος επιδίωξε να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις του Κλεομένη. Δολοφονήθηκε κι αυτός (192 π.Χ.) μετά τις αντιδράσεις άλλων πόλεων που φοβήθηκαν την επέκταση των κοινωνικών αλλαγών. Από τότε και μέχρι την κατάκτησή της από τη Ρώμη, η Σπάρτη έγινε μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Η Ρόδος, εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης και χάρη στο ναυτικό της, κατάφερε να εξελιχθεί, όπως και η Δήλος –με τον ιερό της χαρακτήρα–, σε εμπορικό και οικονομικό κέντρο. Ο Στράβων υποστηρίζει ότι οι Ρόδιοι, αν και δεν είχαν δημοκρατικό πολίτευμα, φρόντιζαν για το λαό τους. Οι πλούσιοι, σύμφωνα με παλαιό έθιμο, βοηθούσαν αυτούς που είχαν ανάγκη και παρείχαν εργασία στους φτωχούς, ώστε να εξασφαλίσουν τα αναγκαία και συγχρόνως η πόλη να μην παρουσιάζει έλλειμμα σε ανθρώπινο δυναμικό, κυρίως για την επάνδρωση του στόλου. Συμπολιτείες Η Αιτωλική και η Αχαϊκή Συμπολιτεία κατάφεραν να αποφύγουν το μαρασμό, που ήταν η μοίρα πολλών άλλων πόλεων. Η Αιτωλική Συμπολιτεία ιδρύθηκε στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., μ’ ένα χαλαρό πολιτικό σύνδεσμο, το «Κοινό των Αιτωλών», και κατέληξε στην ολοκληρωμένη της μορφή μετά την απόκρουση των Γαλατών (278 π.Χ.) και την ανάληψη της προστασίας του μαντείου των Δελφών. Το καθεστώς της ήταν δημοκρατικό και όλοι οι πολίτες της είχαν δικαίωμα συμμετοχής στις συνελεύσεις και τις αποφάσεις. Κατά τον 3ο αι. π.Χ. απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη ισχύ και κύρος, συμπεριλαμβάνοντας στους κόλπους της όλες τις πόλεις της Κεντρικής Ελλάδας από το Μαλιακό κόλπο μέχρι τον Κορινθιακό και τις εκβολές του Αχελώου. Η Αχαϊκή Συμπολιτεία στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. συμπεριλάμβανε την ομοσπονδία μερικών πόλεων της Αχαΐας, στη συνέχεια όμως και μέχρι τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. συμπεριέλαβε σχεδόν ολόκληρη την Πελοπόννησο. Ο τρόπος οργάνωσής της Αχαϊκής Συμπολιτείας διέφερε από εκείνον της Αιτωλικής, αφού ενσωμάτωνε και στοιχεία του ολιγαρχικού πολιτεύματος. Οι πόλεις διατηρούσαν τις κυβερνήσεις τους, η δε συμπολιτεία διοικούνταν από συνέλευση στην οποία συμμετείχαν όλοι οι πολίτες που είχαν συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας τους και οι άρχοντες, που είχαν αυξημένες εξουσίες. Η συμπολιτεία διατηρούσε και βουλή ή σύγκλητο με 120 μέλη, η οποία ασχολούνταν κυρίως με τις εξωτερικές σχέσεις. Αξίζει να σημειωθεί πως στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στις ελληνικές υποθέσεις στη διάρκεια της ηγεσίας του Αράτου και του Φιλοποίμενος, ανήκει η τιμή ότι πρόβαλε το 145 π.Χ. την ύστατη αντίσταση στους Ρωμαίους. Ο Φιλοποίμην από τη Μεγαλόπολη διακρίθηκε για τις διοικητικές του ικανότητες στην οργάνωση του στρατού και θεωρούνταν χαρισματικός ηγέτης. Ο Πλούταρχος τον ονόμασε «ο έσχατος των Ελλήνων». Και οι δύο συμπολιτείες ακολουθούσαν την ίδια αντιμακεδονική πολιτική, με αποτέλεσμα να έρχονται πολλές φορές σε σύγκρουση με τη Μακεδονία. Οι αγώνες, όμως, της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Αιτωλικής Συμπολιτείας κατά των Μακεδόνων έδωσαν την ευκαιρία στους Ρωμαίους να αναμειχθούν στα ελληνικά δρώμενα. Από το 2ο αι. π.Χ. έγινε αισθητή η βαθμιαία επέκταση των Ρωμαίων, οι οποίοι επιδίωκαν τη συντριβή της Μακεδονίας και προσέβλεπαν στην κατάκτηση της Ελλάδας. Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ Μεταξύ του 8ου και του 6ου αι. π.Χ. δημιουργήθηκαν πολλές ελληνικές αποικίες στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου και τη Μεσόγειο, οι οποίες ανεξαρτοποιήθηκαν ως πόλεις-κράτη διατηρώντας επαφές με τη μητροπολιτική Ελλάδα μέσω των πανελλήνιων ιερών. Η ίδρυση των αποικιών στην Κάτω Ιταλία (Μεγάλη Ελλάδα) και τη Σικελία, τη νότια Γαλλία και την Ιβηρική χερσόνησο πραγματοποιήθηκε αρχικά εξαιτίας οικονομικών λόγων και με την προοπτική της ανάπτυξης της γεωργίας και του εμπορίου. Η ακμή που γνώρισαν τούς επέτρεψε να διαχωρίσουν την τύχη τους από τη μητροπολιτική Ελλάδα, η οποία αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Από τις πρώτες δεκαετίες του 5ου αι. π.Χ., στα κράτη της Δύσης, ιδιαίτερα εκείνα της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας, υπήρξαν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε να επικρατήσουν τα αριστοκρατικά και τυραννικά καθεστώτα. Ο αρχηγός της αποικίας, ο οικιστής, διένειμε τη γη στους αποίκους, χωρίς αυτό να αποτρέπει την ανάπτυξη του εμπορίου και τη δημιουργία αστικής τάξης. Οι ελληνικές πόλεις-κράτη της Δύσης δέχτηκαν επιρροές, όπως συνέβη και με τα βασίλεια της Ανατολής, από τους λαούς με τους οποίους ήρθαν σε επαφή. Οι συγκρούσεις με τους Καρχηδονίους και οι σχέσεις τους με τους γηγενείς καθόρισαν τον τρόπο οργάνωσής τους, οδήγησαν τις μικρότερες πόλεις σε συμμαχίες ή τις ανάγκασαν να υποταχθούν σε μεγαλύτερες δυνάμεις, συντελώντας έτσι στη δημιουργία μεγάλων κρατικών οντοτήτων. Συρακούσες Οι Συρακούσες ιδρύθηκαν το 734 π.Χ. από τους Κορινθίους σ’ ένα βαθύ κόλπο της Σικελίας τον οποίο έκλεινε μια νησίδα, η Ορτυγία, που παρείχε σημαντική ασφάλεια. Τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν βαθμιαία ανοδική πορεία ανάπτυξης και υψηλό βιοτικό επίπεδο. Η πόλη είχε φιλότεχνους τυράννους όπως ο Γέλων και ο Ιέρων, που φιλοξένησαν στην Αυλή τους μεγάλους ποιητές, όπως τον Αισχύλο, τον Πίνδαρο, τον Επίχαρμο κ.ά. Στις Συρακούσες, μάλιστα, ο Πλάτων προσπάθησε να εφαρμόσει τις ιδέες του για την ιδανική πολιτεία. Οι ανταγωνισμοί μεταξύ των ελληνικών πόλεων της Σικελίας, οι κοινωνικοί αγώνες μεταξύ πλούσιων και φτωχών και η επεκτατική πολιτική των Καρχηδονίων καθόρισαν την πορεία των Συρακουσών. Οι πολεμικές τους επιχειρήσεις είχαν επιτυχή κατάληξη με την κατάκτηση της Καρχηδόνας το 480 π.Χ. και την καταστροφή, το 415-413 π.Χ., του στόλου των Αθηναίων κατά τη σικελική εκστρατεία. Όμως, έπειτα από τη συμμαχία τους με τους Σπαρτιάτες, κατά την τρίτη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου, εξαντλήθηκαν και έχασαν το μεγαλύτερο μέρος του στόλου τους, με συνέπεια να ανακάμψουν οι Καρχηδόνιοι. Τα ηνία της πόλης στη συνέχεια ανέλαβε ο Διονύσιος –κυβέρνησε για 40 χρόνια–, αλλά την πόλη και τον ελληνισμό της Σικελίας τους έσωσε ο στρατηγός Τιμολέων, τον οποίο έστειλαν ως βοήθεια οι Κορίνθιοι. Τελευταία μεγάλη μορφή των Συρακουσών ήταν ο Αγαθοκλής, ο οποίος επιδίωξε να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές αναταραχές που είχαν ξεσπάσει και να αποκαταστήσει την ενότητα του ελληνισμού της Δύσης. Πέθανε, όμως, αιφνιδιαστικά, με αποτέλεσμα να παρακμάσουν βαθμιαία οι πόλεις της Δύσης. Οι Έλληνες και οι λαοί της Δυτικής Μεσογείου Οι κάτοικοι της Σικελίας και της Ιταλίας Οι οικισμοί της Σικελίας, στα μέσα του 5ου αιώνα, ήταν πλήρως εξελληνισμένοι. Οι ΄Ελληνες εκδίωξαν τους Σικελούς από τους τόπους όπου εγκαταστάθηκαν και, μολονότι οι σχέσεις που ανέπτυξαν με τους γηγενείς ήταν σχέσεις υποταγής, δεν υπήρξαν ιδιαίτερες συγκρούσεις. Οι ντόπιοι έχασαν εδάφη, κέρδισαν όμως σε ευημερία. Το ίδιο συνέβη και με τα ιταλικά φύλα της Ιταλίας, που πολύ γρήγορα επηρεάστηκαν από τους Έλληνες δημιουργώντας το λατινικό αλφάβητο το οποίο προερχόταν από το χαλκιδικό και το υιοθέτησαν πρώτοι οι κάτοικοι της Κύμης και της Ποσειδωνίας. Ετρούσκοι Από τον 8ο αιώνα π.Χ., οι Ετρούσκοι άρχισαν να επηρεάζονται από το ελληνικό στοιχείο, ιδιαίτερα όμως μετά τον 6ο αιώνα μέσω της επαφής τους με τις ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο λαός τους αντέγραψε την τεχνική των Ελλήνων ή άλλων ανατολικών λαών και στο αλφάβητό τους υιοθετήθηκαν ελληνικοί χαρακτήρες, έστω και αν αυτοί έγραφαν από τα δεξιά προς τα αριστερά. Φοίνικες, Γαλάτες, Ίβηρες Στη διάρκεια της δημιουργίας των αποικιών, οι Έλληνες ήρθαν αντιμέτωποι με τους Φοίνικες (γύρω στον 8ο αιώνα) και σε επαφή με τους λαούς της νότιας Γαλλίας και της Ισπανίας. Και οι δύο ενδιαφέρονταν για κοιτάσματα, κυρίως του κασσίτερου, που μεταφερόταν στη Μεσόγειο από τη Δύση μέσω δύο δρόμων: διαμέσου της Γαλλίας και της θαλάσσιας οδού που έφτανε στις νότιες ακτές της Ισπανίας. Τον πρώτο δρόμο χρησιμοποίησαν αρχικώς οι Έλληνες, ενώ το δεύτερο θέλησαν να εξασφαλίσουν οι Φοίνικες με τη δημιουργία εμπορικών σταθμών. Ανάμεσα στους Φοίνικες και τους Έλληνες υπήρξαν μόνο ευκαιριακές συνεργασίες, σε αντίθεση με τους πληθυσμούς της Γαλατίας, που υιοθέτησαν από τους Έλληνες την καλλιέργεια του αμπελιού και της ελιάς. Καρχηδόνα Όταν οι Καρχηδόνιοι εγκαταστάθηκαν στη Σικελία, ήρθαν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες αποίκους. Πολλά τοπωνύμια της περιοχής, όπως και αγγεία απομιμήσεις κορινθιακού τύπου, μαρτυρούν την ευβοϊκή επίδραση. Οι επεκτατικές βλέψεις των Καρχηδονίων σε βάρος των ελληνικών πόλεων προκάλεσαν πολλαπλές διενέξεις. Μεγάλος ανταγωνισμός υπήρξε και στο εμπόριο, με την Καρχηδόνα να θεωρείται μεγάλη δύναμη της εποχής και να διακρίνεται και στη ναυτιλία. ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (30 π.Χ. - 324 μ.Χ.) Στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων, η Ελλάδα υπήρξε μία από τις πιο φτωχές ρωμαϊκές επαρχίες, με τη βιοτεχνία και το εμπόριο σε στασιμότητα και με μοναδικά εξαγώγιμα προϊόντα το λάδι και το κρασί. Κατά τον 3ο-4ο αι. μ.Χ. η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αποφύγει τις καταστρεπτικές επιδρομές βαρβάρων και ιδιαίτερα των Γότθων. Από τον 4ο αι. μ.Χ. η πορεία της Ελλάδας συνταυτίστηκε με εκείνη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η ιστορία της Ρώμης θεωρείται ότι αρχίζει με τη μετανάστευση στην Ιταλία, από τον 8ο αι. π.Χ., των Ελλήνων και των Ετρούσκων, οι οποίοι και συνέβαλαν στη μετέπειτα πορεία της ως κρατικής οντότητας αλλά και ως ξεχωριστού πολιτισμού. Στη νότια ζώνη της ιταλικής χερσονήσου, όπως και στη Σικελία, ιδρύθηκαν οι ελληνικές αποικίες. Οι Ετρούσκοι, τον 7ο αι. π.Χ. φαίνεται ότι κυριάρχησαν στο Λάτιο και ίδρυσαν τη Ρώμη, η οποία για δύο περίπου αιώνες αντιμετώπισε εσωτερικά κοινωνικά προβλήματα και προχώρησε σε κατακτητικούς πολέμους. Στη διάρκεια της βασιλείας του στην Ήπειρο, ο Πύρρος παρενέβη στη διένεξη Ρωμαίων-Ταραντίνων (οι μόνοι που προσπάθησαν να αντισταθούν στα επεκτατικά τους σχέδια στην Κάτω Ιταλία), που είχε ως επακόλουθο την πρώτη σύγκρουση ανάμεσα σε Ρωμαίους και Έλληνες στην Κάτω Ιταλία. Σε χρονικό διάστημα λιγότερο από μια δεκαετία, οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν τρεις πολέμους κατά των Καρχηδονίων (264 π.Χ. -146 π.Χ.), με απώτερο σκοπό να κυριαρχήσουν στη Μεσόγειο. Στη συνέχεια, ερεθισμένοι από τον πλούτο των βασιλείων της Ανατολής και με αφορμή τις εσωτερικές τους διενέξεις, στράφηκαν και προς την Ασία. Από πλευράς ελληνισμού, οι ηγέτες της Ανατολής που αντιστάθηκαν στη ρωμαϊκή επέλαση ήταν ο Φίλιππος Ε΄, βασιλιάς της Μακεδονίας, και ο Αντίοχος Γ΄, βασιλιάς της Συρίας, από την κυρίως Ελλάδα και την Ανατολή αντίστοιχα. Μετά τον Φίλιππο, το θρόνο ανέλαβε ο γιος του, Περσέας, που η ήττα του στην Πύδνα (168 π.Χ.) από τον ύπατο Αιμίλιο Παύλο σηματοδότησε την κατάκτηση της Μακεδονίας. Όμως, οι τελευταίοι αγώνες κατά των Ρωμαίων έγιναν είκοσι χρόνια αργότερα, με την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, και τη νότια περιοχή της Ιλλυρίας να γίνονται οριστικά επαρχίες της Ρώμης. Η επέμβαση των Ρωμαίων στα εσωτερικά δρώμενα της Ελλάδας χρονολογείται στην εποχή του αντιμακεδονικού μετώπου, όταν η Αιτωλική Συμπολιτεία ζήτησε τη βοήθεια της Ρώμης. Τελικώς, το 146 π.Χ., η Ρώμη, υποστηρίζοντας τη Σπάρτη στη θέλησή της να αποχωρήσει από την Αχαϊκή Συμπολιτεία, κατέλαβε την Κόρινθο και διέλυσε τις δύο συμπολιτείες. Κήρυξε την Ελλάδα ρωμαϊκή επαρχία, αποδίδοντάς της το όνομα Αχαΐα. Να σημειώσουμε ότι το 87 π.Χ. η Αθήνα και ο Πειραιάς υπέστησαν μεγάλες καταστροφές από το στρατό του Σύλλα, ο οποίος έφτασε στην Ελλάδα προκειμένου να αντιμετωπίσει τα στρατεύματα του Μιθριδάτη, βασιλιά του Πόντου. Από το 48 π.Χ. ο Καίσαρας ίδρυσε πλήθος αποικίες στην Ελλάδα. Τα ελληνιστικά βασίλεια των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων, τέλος, εξαντλημένα από εσωτερικές έριδες, υποτάχθηκαν φυσιολογικά στη Ρώμη στα τέλη του 1ου αι. π.Χ. 1 Ο Αριστοφάνης, πατέρας της πολιτικής κωμωδίας. Ρυτό σε μορφή κεφαλής ταύρου, από στεατίτη. Τα κέρατα ήταν επίχρυσα. Βρέθηκε στην Κνωσό και χρονολογείται στο 16ο αι. π.Χ. Δεκάδραχμο Συρακουσών, αρχές 5ου αι. π.Χ. Προτομή του Ευρυπίδη. Το Ωδείο του Ηρώδη Αττικού. Το θέατρο της Δωδώνης. Ο «αρπιστής της Κέρου», από τα πιο γνωστά κυκλαδικά ειδώλια. Η Δήλος, το ιερό νησί αφιερωμένο στον Απόλλωνα, αποτέλεσε την έδρα της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Οι «πολύχρυσες» Μυκήνες, το σημαντικότερο κέντρο του Μυκηναϊκού πολιτισμού, ήρθαν στο φως με τις ανασκαφές του Ερρίκου Σλίμαν. Χρυσός στατήρας Μεγάλου Αλεξάνδρου (336-323 π.Χ.). Ασημένια τετράδραχμα Λυσιμάχου. Σοφοκλής, ο μεγάλος δραματουργός της αρχαιότητας. Η στήλη που ανεγέρθηκε από τους Θηβαίους μετά τη νίκη τους επί των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα Βοιωτίας. Η μάχη αυτή, που αποτέλεσε την απαρχή της θηβαϊκής ηγεμονίας, θεωρείται μεγάλη προσωπική επιτυχία του Επαμεινώνδα, ο οποίος επινόησε και εφάρμοσε αποτελεσματικά την τακτική της «λοξής φάλαγγας».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”